Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Το ρεαλιστικό μυθιστόρημα

Ο ρεαλισμός βρήκε εκφραστές και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Γαλλίας, όπως στην Ιταλία (βερισμός) ή στην Γερμανία.

Σημαντικός εκπρόσωπος του γερμανικού ποιητικού ή αστικού ρεαλισμού είναι και ο Τέοντορ Φοντάνε (Theodor Fontane, 1819-1898), ο οποίος ήδη με το πρώτο του κοινωνικό μυθιστόρημα Η μοιχαλίδα (L’Adultera, 1879-1880) καθιερώνει στον γερμανόφωνο χώρο τον τύπο της αστής συζύγου, η οποία πλήττει μέσα στην κοινωνική σύμβαση και αναζητά στον έρωτα την αληθινή επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο.

Το μυθιστόρημα (το οποίο είχε αίσιο τέλος, πράγμα σκανδαλώδες για την εποχή που γράφτηκε) αποτελεί πρότυπο για το αριστουργηματικό Έφη Μπριστ (1894-1895), το οποίο συντάσσεται με την παράδοση της Μαντάμ Μποβαρύ (1857) του Φλωμπέρ (Gustave Flaubert, 1821-1880) και της Άννα Καρένινα (1877-1878) του Τολστόι (Lew Nikolajewitsch Tolstoi, 1828-1910).

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα Η μοιχαλίδα.

Ο πίνακας είναι κεντρικό μοτίβο και ο διάλογος που ακολουθεί είναι η αρχή του μυθιστορήματος, συνοψίζοντας κατά κάποιο τρόπο το τι πρόκειται να συμβεί. 

Ο νεαρός εμποροϋπάλληλος είχε φύγει στο μεταξύ και ο Βαν ντερ Στράατεν, αφού οδήγησε τη Μέλανι με κάποια επισημότητα μπροστά στον πίνακα, της είπε: «Λοιπόν, Λάνι, πώς σου φαίνεται;...Θα σου δώσω μια βοήθεια. Είναι ένας Τιντορέττο».
«Αντίγραφο;».
«Μα, ναι, ασφαλώς», τραύλισε ο Βαν ντερ Στράατεν κάπως αμήχανα.
 «Τα αυθεντικά έργα δεν αλλάζουν χέρια έτσι εύκολα. Και θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές μου. Όμως παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκα πως...».
Η Μέλανι στο μεταξύ είχε εξετάσει με το φασαμέν της τις κεντρικές μορφές του πίνακα και είπε: «Α, η Μοιχαλίδα!... Τώρα τον αναγνωρίζω...Όμως γιατί διάλεξες ακριβώς αυτόν; Είναι ένας επικίνδυνος πίνακας, σχεδόν τόσο επικίνδυνος όσο και το ρητό. Πώς έλεγε...».
«Ο αναμάρτητος υμών πρώτος...».
«Ναι, σωστά. Όμως δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι υπάρχει και κάτι το ενθαρρυντικό σ’ αυτές τις λέξεις, και ο πονηρούλης ο Τιντορέττο αυτό ακριβώς ήθελε να δείξει... Δες την! Έχει κλάψει... Όμως... γιατί; Διότι άκουσε ξανά και ξανά πόσο αμαρτωλή είναι. Και τώρα το πιστεύει κι η ίδια, ή τουλάχιστον προσπαθεί να το πιστέψει. Όμως η καρδιά της αντιστέκεται και δεν το κατορθώνει. Και ομολογώ πως τελικά με συγκινεί. Υπάρχει τόση αθωότητα μέσα στο αμάρτημά της... Και όλα ήταν προκαθορισμένα!».
Το πρόσωπό της σκοτείνιασε ξαφνικά μ’ αυτά τα λόγια. Ύστερα απομακρύνθηκε απ’ τον πίνακα και ρώτησε:
«Αποφάσισες πού θα τον κρεμάσεις».
«Ναι, εδώ πέρα», απάντησε ο Βαν ντερ Στράατεν και έδειξε ένα σημείο στον τοίχο δίπλα στο γραφείο του.
«Σκέφτηκα πως θα τον έστελνες στην γκαλερί», είπε η Μέλανι. «Και για να σου πω την αλήθεια, πιστεύω πως δε θα ταίριαζε και πολύ σ’ αυτόν εδώ τον τοίχο...».
«Συνέχισε».
«Θα προκαλέσει, το δίχως άλλο, γέλια και κακοήθειες, και ήδη ακούω τα κουτσομπολιά του Ράιφ και του Ντουκέντ, ίσως εις βάρος σου και σίγουρα εις βάρος μου».
Ο Βαν ντερ Στράατεν άπλωσε το χέρι του στο γραφείο και χαμογέλασε.
«Απλώς χαμογελάς, ενώ συνήθως γελάς πιο πολύ και, κυρίως, πιο δυνατά απ’ όσο χρειάζεται», συνέχισε η Μέλανι. «Κάποιος λόγος θα υπάρχει. Λέγε, λοιπόν, τι έχεις εναντίον μου; Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν είσαι τόσο αθώος, όσο θέλεις να δείχνεις. […]».

(Φοντάνε, 19-21)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου