Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Κωστής Παλαμάς - Ποιηματα

Εμείς οι εργάτες…

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ' αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και με όλο τ' αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή. 
Αγκαλιαστήτε αδέλφια ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.
Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!


Η Ελιά

Eίμαι του ήλιου η θυγατέρα
H πιο απ’ όλες χαϊδευτή.
Xρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
Aυτόν το μάτι μου ζητεί.
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Δεν είμ’ ολόξανθη, μοσχάτη
Tριανταφυλλιά ή κιτριά·
Θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
Για τ’ άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι ερωμένη,
M’ αγάπησε μία θεά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Όπου κι αν λάχω κατοικία,
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί·
Ώς τα βαθιά μου γηρατεία
Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή·
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
Kι είμαι γεμάτη προκοπή·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Φρίκη, ερημιά, νερά και σκότη,
Tη γη εθάψαν μια φορά·
Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
Στο Nώε η περιστερά·
Όλης της γης είχα γραμμένη
Tην εμορφιά και τη χαρά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να σταυρωθεί·
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει στη ρίζα μου χυθεί·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.


Ο Διγενής και ο Χάροντας

Καβάλα πάει ο Χάροντας 
τον Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί... Κλαίει δέρνεται
τ' ανθρώπινο κοπάδι.

Και τους κρατεί στου αλόγου του 
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.

Και σα να μην τον πάτησε 
του Χάρου το ποδάρι
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη

«Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα 
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ' άγγιξες και δε μ' ένοιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια;

Εγώ είμαι η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων,
στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.

Δε χάνομαι στα Τάρταρα, 
μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι 
και λαούς ανασταίνω!».


Ολυμπιακός Ύμνος

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
Του ωραίου, του μεγάλου και τ' αληθινού,
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
Στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
Και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουν μαζί σου
Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.


Παύλος Μελάς

Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
Στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου του Απρίλη τα πουλιά
Σαν του σπιτιού σου να τ’ ακούς λογάκια και φιλιά,
Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες,
Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες
Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις
Εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη 
φέρνεις Σαν πιο κοντά.


Στη νεολαία μας

Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα 
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!

Γράφτηκε από τον Κωστή Παλαμά την 1η Νοεμβρίου 1940, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.


Το τραγούδι του τρελλού

Καλοί μου άνθρωποι, ακούστε με, κακός δεν είμαι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε·
δεν έφταιξα, πονώ.

Στο σταυροδρόμι είχα σταθή, στην πέτρα είχα καθήσει
για να ξεκουραστώ,
Με τα οπαλλένια χέρια της έσπερνε γιούλια η δύση
κατά τον Υμηττό.

Τα παλληκάρια, οι λυγερές, αδιάκοπα μπροστά μου
περάσματα. Γιορτή.
Και το βιολί μου φάνταζε παρατημένο χάμου
σαν άρρωστη ψυχή.

Κι εγώ ήμουν ο παράξενος, ο λαλητής ο πλάνος,
και σαν εμέ, κανείς.
Για τούτους είμουν ο τρελός, για κείνους ο ζητιάνος,
για σας ο αδικητής.

Κι οι γνωριμιές μου αφρόντιστα και αγνώριστα γυρίζαν
και όλοι, όλοι βιαστικά·
χαμογελούσαν οι όμορφες εκεί που μ' αντικρύζαν,
καταφρονετικά.

Συρμένη από τη θύμηση του μουσικού βιολιού μου
κι αν κάποτε καμιά
γύρευε σάμπως να σταθή, τ’ αγρίου θολού ματιού μου
την έδιωχνε η φωτιά.

Κάτι έκρυβα στο λογισμό, στην όψη έδειχνα κάτι
που μάκραινε γοργούς
το νιο τον ανοιχτόκαρδο, την κόρη τη δροσάτη
και ξένους και δικούς.

Και πέρασε. Με πλεύρωσε και σα σε δέηση στάθη
και σα γονατιστή·
κ’ ήρθε σα νάθελε από με να μάθη και να πάθη, 
και σαν ανατολή.

Έπαιζε με τον πέπλο της φιλώντας το κορμί της
τ’ αγέρι του βραδιού.
Τ' ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης. η φωνή της
ρυθμός του τραγουδιού.

Και ντροπαλή και πρόσχαρη και θαρρεμένη· η χάρη 
της κερασιάς που ανθεί,
του χωραφιού στεφάνωμα και του μαγιού καμάρι,
προτού να τρυγηθή.

Σαν ήρθε, γιατί έφυγε; και ποιός θα σε χωρίση
του αποσπερίτη φως
από το βράδυ που φωτάς; Και είχε τα ρόδα η δύση,
τα γιούλια ο Υμηττός.

Ποιό χέρι μου την άρπαξε; Θεός την είχε στείλει;
Δεν έφταιξα. Πονώ.
Δίψα το στόμα μου έκαιγε. Μου δρόσισε τα χείλη
μιας θείας πηγής νερό.

Τ’ αχνάρια από τα πόδια της, φωτίσματα καινούρια, 
πίσω της τρέχω, εκεί
τρέχω, όλο τρέχω, ξέσκισα τη σάρκα στα παλιούρια
και μάτωσα τη γη.

Πέστε μου, που είμαι; στο βουνό; στην πολιτεία; στον κάμπο;
Τρελός δεν είμαι εγώ.
Καλοί μου ανθρώποι, ακούστε με. Σπίτι, άνοιξέ μου, νάμπω,
κήπε, σε λαχταρώ.

Το ξέρω, να το σπίτι, να! μπήκε απ' εκεί, την είδα,
μα η πόρτα του κλειστή.
Τόφερα γύρω ολονυχτίς το σπίτι, ψεύτρα ελπίδα,
και μ’ εύρε εδώ κι η αυγή.

Σκυλιά, και με δαγκώσανε, γειτόνοι, και με πήραν
για κλέφτη, για φονιά·
και βάρδιες, και ξυπνήσανε· και δούλοι, και με δείραν,
Θεέ μου! τι απονιά!

Κλέφτης δεν είμαι ούτε φονιάς. Καλοί μου άνθρωποι, ελάτε,
σιγά, να σας τα πω.
Μια μοίρα με κατάτρεξε· μη με πετροβολάτε,
τον ορφανό! Πονώ.

Το φράχτη σύντριψα, στον κήπο μπήκα, τα πουλιά της
τα ξάφνισα, κ’ εκεί
φίλησα τ' άνθη στη βραγιά, στη γη το πάτημά της.
Κρίμα είν' αυτό, κριτή;

Ήρθα να ιδώ τον ήσκιο της από το παραθύρι
πριν σβήση το κερί,
τον ήσκιο απ' το κεφάλι της την ώρα που θα γύρη
να γλυκοκοιμηθή.

Πετροβολάτε με, άνθρωποι, βασάνισέ με, Αράπη,
στη μαύρη φυλακή.
Το φως μου είν’ αβασίλευτο. Γνώρισα την Αγάπη,
σ’ έζησα πια, ζωή!


Οι λύκοι

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι,
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

(Απ’ της μαυρίλας της αραχνίλας την αποθήκη
σε σκονισμένα γυαλιά κλεισμένο, παλιό κρασί,
των εκατό σου χρονών ανοίγω το αρχοντιλίκι
στου ήλιου το φέγγος, τι σε προσμένουν οι δυνατοί

ξανά σαν πάντα και για τη μάχη και για τη νίκη
να τους φτερώσεις το πάτημα τους όπου πατεί.
Σ’ εμέ -κελλάρης λυράρης είμαι,- σ’ εμένα ανήκει
να το κεράσω στα νέα ποτήρια το αρχαίο πιοτί).

Βοσκοί και σκύλοι, λώβα και ψώρα. Τα’ αρνιά; Μουζίκοι.
Ό λαός; Όνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ’ ή οργή,
Δίκη από πάνω θεία των αστόχαστων καταδίκη
και λογαριάζει και ξεπλερώνει όσο αν αργεί.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, αρματολίκι,
τα ξεγραμμένα και τα τριμμένα ψέματα, αχνοί,
Ιδέα βυζάχτρα των τετρακόσιων χρόνων, η φρίκη
τώρα, το μάθημα των Ελλήνων ως χτες, εσύ

του ραγιά μάνα βιβλικό, πλάσμα ορφικό, Ευρυδίκη,
του πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μας τον καθρέφτιζες μέσ’ στης Πόλης τό βασιλίκι
τον ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητή

του Ισλάμ. Ή Θράκη προικιό του, ώ δόξα! Και απανωπροίκι
μια Ελλάδα πάλε στην τουρκεμένην Ανατολή,
της Ιωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οι λύκοι! Οι λύκοι!
κ’ οι βοσκοί ανάξιοι, λύκοι και οι σκύλοι κι οι αντρείοι δειλοί.

Στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι! Παντού είναι λύκοι!
Ξανά στα Τάρταρα Ίσκιος, του ψάλτη λατρεία κ’ εσύ.
Ψόφια όλη ή στάνη. Φέρτε να πιούμε, κούφιο νταηλίκι,
για το αποκάρωμα που μας πρέπει, κι όποιο κρασί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου