Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Έμιλι Μπροντέ - Ανεμοδαρμένα Ύψη

Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της Έμιλι Μπροντέ (1818-1848). Εκδόθηκε το 1847 και είναι ένα από τα δημοφιλέστερα έργα της αγγλικής κλασικής λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα, το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί και με τον τίτλο «Ο Πύργος των Καταιγίδων». Το βιβλίο επικεντρώνεται στην ιστορία ενός ορφανού αγοριού και της όμορφης κόρης του ευεργέτη του, που αγαπήθηκαν από μικρά παιδιά με πάθος. Ανάμεσά τους όμως, μπαίνουν οι διαφορετικοί κόσμοι τους, ώσπου η αγάπη, καταδικασμένη κι ανεκπλήρωτη, μετατράπηκε σε μίσος, στοιχειώνοντας τις ζωές τους. Η πλοκή της ιστορίας είναι πολυεπίπεδη και χαρακτηρίζεται από αμείλικτη βιαιότητα, όμως ο επιτυχημένος χειρισμός αυτής της πολύπλοκης δομής, οι παραστατικές περιγραφές του ερημικού τοπίου των χερσότοπων του Γιόρκσερ και το ποιητικό μεγαλείο της Έμιλι Μπροντέ συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο, ώστε το μυθιστόρημα να αποτελεί αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας.

Για την Έμιλι Μπροντέ

Πριν επιχειρήσει να ασχοληθεί κανείς με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», το κλασσικό αυτό δημιούργημα μιας ιδιαίτερα γόνιμης, πλούσιας, ωστόσο κλειστής και παράξενης φαντασίας, της Έμιλι Μπροντέ, θα πρέπει να ψηλαφίσει καλά και πολύ προσεκτικά την ίδια και τον ιδιαίτερο ψυχισμό της. Πρόκειται για μια ποιήτρια –πρώτα απ’ όλα– που καταπιάστηκε με ζέση για ένα χρόνο περίπου με το να συγγράψει και να παραδώσει το έργο αυτό, που κατά πολλούς σήμερα λογίζεται σαν ένα αριστούργημα του 19ου αιώνα. Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» ήταν το ένα και μοναδικό που μας παραδόθηκε απ’ αυτήν (καθώς το επόμενο το ημιτελές κατεστράφη) και στην εποχή της –Βικτωριανή– αναστάτωσε, δίχασε και μπέρδεψε κοινό και κριτικούς, με αποτέλεσμα να παραγνωριστεί η πραγματική του αξία. Χρειάστηκε να περάσουνε χρόνια και χρόνια, ώστε να καταλάβουνε το μέγεθος αυτού του δομήματος, που όντας τραχύ κι όχι απλή ρομάντσα της εποχής, τους είχε μπερδέψει αρχικά. 

Από τα βιογραφικά στοιχεία της Έμιλι Μπροντέ που έχουν σωθεί γνωρίζουμε πως γονείς της ήταν ο Πάτρικ Μπροντέ και η Μαρίας Μπράνγουελ, είχε πέντε αδέρφια, μία εξ αυτών η συγγραφέας  Σαρλότ Μπροντέ. Το θέμα που αφορά στην ίδια, είναι όσα στοιχεία εξ αυτών μαρτυρούν πάρα πολλά και δεν έχουν αξιοποιηθεί ή δεν έχουν λάβει τη σημασία που θα καταστήσει κατανοήσιμη τη διαδρομή της φαντασίας της στο εν λόγω πόνημα κι εκεί θα επικεντρωθεί όλη η προσοχή. Για την ιστορία όμως αξίζει να αναφερθεί πως γεννήθηκε 30 Ιουλίου 1818 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ και πέθανε 30 χρόνων από φυματίωση στις 19 Δεκέμβρη 1848, στο Χάουγουορθ του Γιορκσάιρ. Η μητέρα της πέθανε όταν η ίδια ήταν τριών ετών. Δυο στοιχεία στο ψυχισμό της πρέπει να θεωρηθούν σημαντικά: δεν είχε ποτέ ερωτική εμπειρία και ήταν εξαιρετικά κλειστό, μοναχικό άτομο που όταν βρισκόταν με κόσμο στο σπίτι, καθότανε μονάχη στο δωμάτιό της και διάβαζε κι όταν χρειαζότανε κάποιο βιβλίο, κατέβαινε σιωπηλά, έμπαινε στο σαλόνι, έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν κι εξαφανιζόταν επίσης σιωπηλά, χωρίς καν να κοιτάξει τους παρισταμένους, κι όσο μπορούσε πιο αθόρυβα. Αυτά τα δυο σε συνδυασμό πως είχε μικρή εμπειρία σε συναναστροφές και μεγάλες πόλεις κι ήταν κι αντικοινωνικό άτομο, προσφέρει κάμποση σκέψη γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν δίνοντας πολλά στοιχεία για το στήσιμο του έργου, που θα φανούν στη πορεία.

Για το Μυθιστόρημα

Ξεκινώντας το μυθιστόρημα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», τραβά τη προσοχή ο τίτλος, που είναι άλλωστε η ονομασία του αρχοντικού και που λαμβάνει χώρα, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Η περιοχή δε, που βρίσκεται το αρχοντικό, είναι γυμνή, ερημική κι άγονη, σε κάποιο υψόμετρο μάλιστα, πράγμα που σημαίνει πως είναι φυσικά εκτεθειμένη στα διάφορα στοιχεία της φύσης. Όπως για παράδειγμα, ο άνθρωπος κι η φύση του, που είναι εκτεθειμένος στα διάφορα δεινά, τους πειρασμούς ή τις διάφορες καταστάσεις, που αν έρθουν φέρνουν μαζί τους νέα δεινά και μύρια προβλήματα. Αυτή η παρατήρηση είναι κομβικής επίσης σημασίας, που θα φανεί κι αργότερα στο κείμενο.

Επομένως, είναι ασφαλές να σκεφτεί κανείς πως πρόκειται, -συμβολικά- για ένα είδος προοικονομίας για τον ήρωα ή τους ήρωες, ότι όπως το σπίτι εκτίθεται σ’ αυτά, έτσι κι αυτός ή αυτοί θα είναι ευάλωτοι σε δύσκολες καταστάσεις που θα λάβουνε χώρα στην πορεία της αφήγησης. Λίγο αργότερα, στη πορεία της ανάγνωσης θα υπάρχει κι άλλο ένα αρχοντικό με εξελληνισμένο τίτλο: «Το Αγρόκτημα Στο Σταυροδρόμι Της Τσίχλας» (Thrοshcross Grange), που ακούγεται κι είναι πιο χαρωπό, πιο κατοικήσιμο, πιο προστατευμένο, πιο… σπίτι. Στο φινάλε θα επιλεχθεί, ενώ το πριν θα παραμείνει στη μανία των στοιχείων της φύσης και με συνέπεια τη τελική καταστροφή του. Είναι η φωτεινή ελπίδα σ’ ένα τραχύ μυθιστόρημα, σχετικά βίαιο με ένα σκούρο φόντο αφήγησης; Το πιθανότερο!

Το αμέσως επόμενο που συναντά ο αναγνώστης στη πορεία, είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας στο πόνημα, το διηγείται η οικονόμος Νέλλυ. Πράγμα που δημιουργεί εύλογα απορίες, όσο κι αν δείχνει αδιάφορο, δεν είναι διόλου, τουναντίον. Αν δεχτεί κανείς πως η ίδια η Έμιλι θα ήθελε να παρευρίσκεται στο βιβλίο σε μιαν ηρωίδα της, δεν θα μπορούσε να είναι η κεντρική, η Κάθριν, γιατί όπως προανεφέρθη, δεν είχε και δεν εμφανίζεται στα λίγα στοιχεία του βίου της, μια ερωτική σχέση και δεν έδειξε καν το ενδιαφέρον –κι από τα ποιήματά της– να έχει μια τέτοια. Ωστόσο, πιθανότατα εντάσσοντας και τον έρωτα στα… απειλητικά στοιχεία της φύσης που απειλούν τον άνθρωπο –σπίτι– ήθελε να διηγηθεί έναν, να περιγράψει έναν τέτοιο και μάλιστα τραχύ, τραγικό και καταστροφικό σχεδόν. Εδώ χωράνε εικασίες κι ερωτήματα: Πληγώθηκε νεαρή κι έκλεισε οριστικά τα αυτιά της στις σειρήνες του έρωτα; Ή τάχα ήτανε τόσο δειλή, εξαιρετικά άτολμη και πολύ συνεσταλμένη για να ανοιχτεί σε μια τέτοια ολοσχερή παράδοση; Από τα του βίου της πιο πιθανό είναι το δεύτερο, παρά το πρώτο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται τίποτε.

Η επιλογή της αφήγησης από την Νέλλυ, έχει κι άλλη μια πρόσθετη εξήγηση: Ανεφέρθη πως δεν είχε εμπειρίες ζωής από μεγάλες πόλεις κι ήτανε και σχετικά αντικοινωνική –εξόν από ένα σχετικά σύντομο ταξίδι με τη μεγάλη της αδελφή Σάρλοτ στις Βρυξέλλες που άλλωστε βαρέθηκε σύντομα κι ήθελε να επιστρέψει πίσω. Συνεπώς δεν θα μπορούσε να στήσει το φευγιό του Χίθκλιφ καθώς και το τι και το πώς τα κατάφερε να πλουτίσει σε τρία χρόνια και να επιστρέψει νικητής (;), ωστόσο απότομος, απόμακρος κι ολιγομίλητος κι έτσι αφήνει τη Νέλλυ να διηγηθεί μόνον όλα όσα είδε κι όχι τα λοιπά που δεν υπέπεσαν στην αντίληψή της. Η Νέλλυ λοιπόν είναι η ίδια, η σχετικά απούσα Έμιλι, στο μυθιστόρημά της.

Υπόθεση-Περίληψη

Συνοπτικά το μυθιστόρημα ξεκινά με έναν ένοικο που νοίκιασε το «Σταυροδρόμι» για ένα χρόνο κι αφού γνωρίζεται με τον ιδιοκτήτη Χίθκλιφ και του φαίνεται πολύ παράξενος ζητά από την οικονόμο, να του πει την ιστορία για τα «Ύψη». Εκείνη ξεκινά κι όλη η ιστορία εκτός λίγο στο τέλος βγαίνει από τα χείλη της κι είναι περιληπτικά: Ο αρχικός ιδιοκτήτης κος Έρνσο, είχε 2 παιδιά, τον Χίντλεϋ και την Κάθριν, αλλά υιοθετεί ένα φτωχό τσιγγανάκι και το ονομάζει Χίθκλιφ. Ο γιος του τον εχθρεύεται από ζήλια, ενώ η μικρή κάνει θαυμάσια παρέα μαζί του. Ο Χίθκλιφ ερωτεύεται την Κάθριν και το εξωτερικεύει όπως μπορεί, μα εκείνη ενώ νιώθει το ίδιο είναι συγκρατημένη. Πεθαίνουν οι γονείς τους κι αναλαμβάνει σαν κληρονόμος ο μεγάλος, βάσει του τότε ισχύοντος νόμου και για εκδίκηση κάνει υπηρέτη το Χίθκλιφ και του κάνει τη ζωή δύσκολη. Από το «Σταυροδρόμι» ο γιος φλερτάρει με την Κάθριν, αυτή δείχνει θετική, ο Χίθκλιφ ζηλεύει κι όταν κρυφακούει μισή συζήτηση της Κάθριν με την οικονόμο Νέλλυ, φεύγει κρυφά νευριασμένος κι ορκίζεται να επιστρέψει για εκδίκηση.

Επιστρέφει μετά 3 χρόνια –άγνωστο πως– έχοντας γίνει κύριος μεγάλος και τρανός, αγοράζει τα χρεωκοπημένα «Ύψη» από τον άσωτο και μέθυσο Χίντλεϋ κι εγκαθίσται εκεί. Έπειτα για να εκδικηθεί το γιο τον ποτίζει και με περισσότερο αλκοόλ και για να εκδικηθεί την Κάθριν νυμφεύεται την αδελφή του άντρα της ενώ δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Ο Χίντλεϋ πεθαίνει κι αφήνει ορφανό το γιο του Έρτον. Η Κάθριν πεθαίνει στη γέννα ενός κοριτσιού, της Κάθι κι η γυναίκα του Χίθκλιφ φέρνει στον κόσμο τον Λίντον, αλλά επειδή κακοποιείται από τον σύζυγο, τον παίρνει και φεύγουν στο Λονδίνο. Πεθαίνει εκεί κι ο Χίθκλιφ ξαναφέρνει το παιδί στα «Ύψη». Μετά το θάνατο της Κάθριν δε, βασανίζεται από τύψεις κι από το φάντασμά της. Ο Λίντον με τη προτροπή και πιέσεις του Χίθκλιφ νυμφεύεται την Κάθι κι όταν πεθαίνει κι ο άντρας της Κάθριν τελειώνει κι η διήγηση της Νέλλυ. Ο νοικάρης Λόκγουντ αποφασίζει να επιστρέψει στο Λονδίνο για να ξαναγυρίσει οκτώ μήνες μετά και να βρει και τον Χίθκλιφ νεκρό, γιατί είχε καταπέσει πολύ από όλο αυτό και δεν άντεξε. Επισκέπτεται τους τάφους της οικογένειας και το μυθιστόρημα κλείνει με την είδηση πως το νεαρό ζευγάρι, ο Λίντον κι η Κάθι σκέπτονται να μετακομίσουν οριστικά στο «Σταυροδρόμι» και να παρατήσουν στη φθορά, τα ήδη μισοχαλασμένα «Ύψη».

Η Έμιλι Μπροντέ, έσπειρε με την πέννα της μπόλικο θάνατο, απομάκρυνε κατά κάποιο τρόπο το ρυπαρό, κράτησε ανοιχτή την ελπίδα, με το νεαρό ερωτευμένο πλέον ζεύγος κι αφήνει και τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» να φθαρούν και να περάσουνε στη λήθη. Οι επιλογές κι οι βιαστικές συνεπεία οργής, αποφάσεις, κλόνισαν ολόκληρο το δόμημα τριών οικογενειών κι αυτό ήθελε να στηλιτεύσει. Το έγραψε από το Δεκέμβρη του 1845, ως τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, εκδόθηκε μετά κόπου το 1847 κι η ίδια πέθανε το 1848. Χρονιά που γεννήθηκε ένας μιμητής του έργου της, ο Ζωρζ Ονέ, που έγραψε χρόνια μετά τον «Αρχισιδηρουργό» που η πλοκή του μοιάζει, αλλά είναι πιο ήπια και πιο ρομαντική.

Για το έργο αυτό έχουνε γραφτεί πολλά και διάφορα, έχει επίσης παιχτεί σε θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, ραδιόφωνο, έχουν γραφτεί δοκίμια, μελέτες κ.λπ. Εκείνο το δοκίμιο που πλησιάζει αρκετά στο προφίλ της, είναι του Ζωρζ Μπατάιγ, όστις ήταν ψυχικά ασθενής –έβλεπε ψυχίατρο που τον ενθάρρυνε να γράφει όσο μπορεί κι ό,τι του έρχεται- κι άρα ίσως γι’ αυτό να προσέγγισε καλλίτερα τον ψυχισμό της. Τέλος, αξίζει να τονισθεί και το πώς μοιάζει το στυλ της γραφής της, σε δυο συγγραφείς-ποιητές του Φανταστικού: Πόε –πιο πολύ– και Κλαρκ Άστον Σμιθ –λιγότερο– απλώς είναι πιο ήπια γραφή, ωστόσο δεν υστερεί σε δυναμισμό και σκληράδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου