Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Η παράδοση της ερµηνευτικής (hermeneutics)

Σύµφωνα µε έναν γενικό ορισµό, ερµηνευτική τέχνη ή επιστήµη –από το όνοµα του θεού Ερµή αγγελιαφόρου των θεών– είναι το σύνολο των αρχών και των τεχνικών που επιτρέπουν την εξαγωγή σηµασιών και την κατανόηση των γλωσσικών σηµείων του ανθρώπινου λόγου» (Popovic & Boissinot, 2002, σ. 260-262). 

Η ερµηνευτική επιστρατεύει µια εργασία µετάφρασης/ ερµηνείας: υποθέτει πως τα γλωσσικά σηµεία και ο λόγος δεν είναι διαφανή και πως πίσω από το προφανές, το προσιτό µέσω της γραµµατικής, κυριολεκτικής ερµηνείας ενός κειµένου, λανθάνει ένα δεύτερο κρυµµένο και, για τα δεδοµένα του δυτικού πολιτισµού, ανώτερο επίπεδο σηµασίας που οφείλει να ανακαλυφθεί.

Ως τέχνη και πρακτική η ερµηνευτική, που συγκροτείται σταδιακά ήδη από την Αρχαιότητα, –από τον
Αριστοτέλη µε το Περί ερµηνείας βιβλίο του– αναπτύσσεται ιδιαίτερα κατά το Μεσαίωνα από τον Ιερό
Αυγουστίνο και τους Πατέρες της Εκκλησίας ως η κυρίως τέχνη της κατανόησης της Ιεράς Γραφής και των θρησκευτικών κειµένων.

Οι θεολόγοι διέκριναν τέσσερα ερµηνευτικά καθεστώτα: την κυριολεκτική (ή ιστορική) ερµηνεία, την πνευµατική ή αλληγορική ερµηνεία (συµβατή µε την Αποκάλυψη), την ηθική ερµηνεία (προορισµένη να καθοδηγήσει τον πιστό στον πρακτικό του βίο) και την προδροµική ερµηνεία (την αποκάλυψη των µελλοντικών γεγονότων).

∆εν είναι τυχαίο εποµένως πως η ερµηνευτική δραστηριότητα θα τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των προτεσταντικών κύκλων του 16ου αι. Η πρωταρχεία της κυριολεκτικής ή ιστορικής
ερµηνείας των Βιβλικών κειµένων, έναντι της χειραγωγούµενης από το Ρωµαιοκαθολικό ∆όγµα πνευµατικής ή αλληγορικής ερµηνείας τους, θα προκαλέσει µε τη σειρά της τη γέννηση του ενδιαφέροντος γύρω από ερωτήµατα όπως η σχέση µεταξύ γράµµατος και πνεύµατος ενός κειµένου, η ιστορική εξήγηση έναντι της σύγχρονης ερµηνείας, η εγκυρότητα της αλληγορικής ερµηνείας, τα όρια της ερµηνείας κλπ., ερωτήµατα που η ερµηνευτική σκέψη εφεξής δεν θα πάψει να αναδιατυπώνει και να αναστοχάζεται, µεταθέτοντας την ερµηνευτική σε ποικίλα πεδία της ανθρώπινης πνευµατικής δραστηριότητας.

Friedrich Schleiermacher

Θεµελιωτής της µοντέρνας ερµηνευτικής, ως τέχνης της κατανόησης κάθε είδους κειµένων, ιερών και
κοσµικών, θεωρείται ο προτεστάντης θεολόγος και σηµαίνων εκπρόσωπος του γερµανικού ροµαντισµού Friedrich Schleiermacher (1768-1834). Σε σειρά διαλέξεών του το 1819 κατήρτισε µια θεωρία «γενικής ερµηνευτικής» ορίζοντάς την ως τέχνη της κατανόησης κάθε είδους κειµένων του παρελθόντος.

Σύµφωνα µε την θεωρία αυτή σκοπός της ερµηνευτικής δεν είναι η έκθεση και ο έλεγχος του λογικού περιεχοµένου των κειµένων αλλά το να αποκτήσει κάποιος την εµπειρία τους ως ανθρώπινων δηµιουργηµάτων, δηλαδή ως εκφράσεων του ανθρώπινου ψυχισµού και ως εκδηλώσεων όχι του καθολικού λόγου (universal reason) αλλά ενός ιστορικά καθορισµένου, υποκειµενικού, ειδικού ιστορικού πνεύµατος.

Η συµβολή του Schleiermacher στην ερµηνεία κατέστησε το νόηµα µια υπόθεση στην οποίαν
εµπλέκεται ταυτόχρονα η ατοµική υποκειµενικότητα και η πολιτιστική σύµβαση. Ενώ η ερµηνεία αποτελεί µια προσπάθεια συναισθηµατικής κατανόησης (οικείωσης) του ψυχισµού του συγγραφέα, η κατανόηση ενός συγγραφέα προϋποθέτει την εγγραφή της συγγραφικής πράξης στον πολιτισµό στον οποίον βυθίζει τις ρίζες του ο δηµιουργός του έργου, παρά την γνώση της εσωτερικής ψυχολογικής του κατάστασης.

Κατά τον Schleiermacher η ερµηνεία δεν αναζητά µια νοητική ή µεταφυσική οντότητα όπως το
αληθές νόηµα του κειµένου ή του συγγραφέα. Η ερµηνεία είναι µια πρακτική δηµιουργικής (ανα)κατασκευής/ (ανα)σύστασης νοήµατος, η οποία πειθαρχεί σε δύο προϋποθέσεις: το κείµενο είναι αγωγός νοήµατος και η γραφή ενός κειµένου ισοδυναµεί µε το να απευθύνει κάποιος τα οποία νοήµατα είναι εγγεγραµµένα στο κείµενο σε µελλοντικούς/ δυνητικούς αναγνώστες. Από την άλλη η ανάγνωση του κειµένου ισοδυναµεί µε το να εγγράψει κάποιος σε ένα κείµενο ο,τιδήποτε κάποιος, από την θέση του συγγραφέα, θα µπορούσε πιθανώς να είχε εννοήσει µέσω της γλώσσας για τον εµφανιζόµενο ως πιθανό αναγνώστη. Κοντολογίς συγγραφείς/δηµιουργοί και αναγνώστες/ ερµηνευτές συµµετέχουν σε κοινά µοντέλα ανθρώπινης σκόπιµης δράσης, σε µια σύµβαση που µοιράζονται από κοινού.

Ο Schleiermacher χρησιµοποιεί δύο δυνατές µεταφορές για την περιγραφή της ερµηνευτικής
πρακτικής (Schleiermacher, 1977). Περιγράφει το πολιτισµικό περιβάλλον του συγγραφέα –τις οικείες σ’αυτόν γλωσσικές συµβάσεις, το γνωστό και προσβάσιµο σ’ αυτόν κοινό, τις επιδιώξεις, τα σχέδια και τις δεσµεύσεις στις οποίες υπόκειται το συγγραφικό κοινωνικό υποκείµενο– σαν τον συγγραφικό κύκλο ή την συγγραφική σφαίρα. Προκειµένου οι λέξεις του κειµένου να µπορούν να κατανοηθούν ορθά, η ερµηνεία οφείλει να εκκινήσει προσδιορίζοντας την κοινή σφαίρα συγγραφέα και αναγνωστών και να εντάξει το κείµενο στο αρχικό του συγκείµενο (δηλαδή στην ολότητα του γραµµατειακού είδους εντός της οποίας το κείµενο ανήκει).

Μεταγενέστερες συµβολές στην ερµηνευτική παράδοση θα χρησιµοποιήσουν ανάλογες εκφράσεις όπως ορίζοντας, κοσµοθέαση και Lebenswelt (βιωµένος κόσµος, βιόκοσµος, ο κόσµος της καθηµερινής ζωής).

Η δεύτερη µεταφορά έχει να κάνει µε την κυκλική δοµή της ερµηνείας: η κίνηση του ερµηνευτή
µεταξύ γλωσσικής και ψυχολογικής ερµηνείας και µεταξύ των οπτικών του ιστορικού και του σύγχρονου αναγνώστη είναι κυκλική. Καθεµία από αυτές τις προοπτικές είναι από µόνη της ασταθής.

Το συµβατικό νόηµα ενός κειµένου εξαρτάται από το νόηµα που θα του προσδώσουν οι µελλοντικοί αναγνώστες, το οποίο εξαρτάται από την εκ µέρους τους πρόσληψη των προθέσεων του συγγραφέα, η οποία µε την σειρά της εξαρτάται από τα συµβατικά νοήµατα που πιθανώς ήταν διαθέσιµα στους αρχικούς αναγνώστες του κειµένου κ.ο.κ.

Το πλαίσιο κάθε τυχαίας (contingent) ερµηνευτικής αποτίµησης υποστηρίζεται από άλλες εξ ίσου
τυχαίες (contingent) ερµηνευτικές αποτιµήσεις. «Η πλήρης γνώση πάντοτε εµπλέκει έναν φανερό κύκλο, κάθε τµήµα του οποίου µπορεί µόνον να κατανοηθεί ως µέρος του όλου στο οποίο ανήκει και αντιστρόφως. Επίσης εντός ενός δεδοµένου κειµένου, τα µέρη του µπορούν να κατανοηθούν από την σκοπιά του απηρτισµένου όλου».

Αυτές οι κυκλικές µεταφορές υποδηλώνουν ότι οι ερµηνευτικές αποφάνσεις είναι αναπόφευκτα κυκλικές, υπό την έννοια ότι δεν έχουν θεµέλιο και η εγκυρότητά τους κρίνεται µε όρους
συνεκτικότητας παρά επαλήθευσης. Η κατανόηση στην οποίαν στοχεύει η ερµηνευτική τέχνη του Scheiermacher έχει συµπαθητικό χαρακτήρα, σαν να διεξάγεται µέσα σε έναν κύκλο φίλων, όπου ο ένας υποστηρίζει τον άλλον. Η επικοινωνία εξαρτάται από την κοινότητα και η κατανόηση από την συµπάθεια.

Οι στοχαστές της ερµηνευτικής του ύστερου 19ου αι. εξέλιξαν περαιτέρω τη θέση του Schleiermacher ότι η ερµηνευτική είναι µια συµπαθητική (empathic) και αισθητική (δηµιουργική) δραστηριότητα, διακριτή από την επιστήµη.

Wilhelm Dilthey

Στον Wilhelm Dilthey (1833-1911) και στο γύρισµα του 19ου αι. ανήκει η αντίθεση µεταξύ (ερµηνευτικής) αιτιώδους εξήγησης και (ερµηνευτικής) κατανόησης και η αναβάθµιση της ερµηνευτικής ως γενικής µεθόδου κατανόησης κατάλληλης για τις λεγόµενες επιστήµες του πνεύµατος, αντικείµενο των οποίων είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα που εξωτερικεύεται ή αντικειµενικοποιείται σε έργα πολιτισµού, τα ανθρώπινα δηµιουργήµατα, µεταξύ δε αυτών και η συγγραφική δηµιουργία, κατ’ αντίθεση προς τις φυσικές επιστήµες στο πεδίο των οποίων λειτουργεί η εξηγητική ερµηνεία (Erklaeren) και οι οποίες έχουν ως αντικείµενο τα φαινόµενα του µη ανθρώπινου κόσµου (Dilthey, 2006, σ. 9-37).

Σύµφωνα µε τη διάκριση αυτή η εξηγητική µέθοδος επιτρέπει το συσχετισµό µε όρους αντικειµενικής
αιτιότητας ενός κειµένου µε την ιστορία, αυτός όµως ο συσχετισµός παραµένει σύµφωνα µε τον Dilthey εξωτερικός προς το κυρίως ειπείν γραπτό µνηµείο, σε σηµείο που να θεωρείται απλώς ένα
προπαρασκευαστικό στάδιο του δεύτερου διαβήµατος, το οποίο έγκειται στην στενή/ ενδόµυχη εξοικείωση εκ µέρους του αναγνώστη µε τον ψυχικό κόσµο εκδήλωση του οποίου αποτελεί σύµπαν των σηµείων που είναι το κείµενο (Dilthey, 2006, σ. 59-60).

Ο Dilthey ονόµασε ερµηνευτικό κύκλο τη διαδικασία µε την οποίαν κατανοούµε το νόηµα ενός
κειµένου. Η διαδικασία της κατανόησης είναι κατ’ ανάγκην κυκλική µιας και δεν µπορούµε να γνωρίσουµε το όλον χωρίς να γνωρίζουµε τα συστατικά του µέρη και, από την άλλη, δεν µπορούµε να γνωρίσουµε τα µέρη καθαυτά, χωρίς να γνωρίσούµε το όλον που καθορίζει τις λειτουργίες τους. Για να κατανοήσουµε τα νοήµατα που ενυπάρχουν στα ρηµατικά µέρη ενός γλωσσικού συνόλου, πρέπει να προσεγγίσουµε τα ρηµατικά αυτά µέρη έχοντας µια προκαθορισµένη αίσθηση για το νόηµα του συνόλου.

Ο µόνος όµως τρόπος για να γνωρίσουµε το νόηµα του συνόλου είναι να γνωρίσουµε πρώτα τα νοήµατα των συστατικών µερών του. Αυτή η κυκλικότητα της ερµηνευτικής διαδικασίας βρίσκει εφαρµογή στη σχέση µεταξύ των επιµέρους λέξεων µέσα σε µια πρόταση και της πρότασης ως συνόλου, καθώς και στις σχέσεις µεταξύ όλων των επιµέρους προτάσεων και του έργου ως συνόλου.

Ο Dilthey υποστήριξε ότι ο ερµηνευτικός κύκλος δεν είναι ένας φαύλος κύκλος καθώς µπορούµε να επιτύχουµε µια έγκυρη ερµηνεία µέσα από την αµοιβαία και συνεχή τροποποιητική αλληλεπίδραση και ανάδραση των µερών µε το όλον που συντελείται καθώς αποκτούµε σταδιακά την αίσθηση του συνόλου, ενώ παράλληλα κατανοούµε αναδροµικά τα συστατικά του µέρη.

Για τον Dilthey η επιτυχής επικοινωνία και η κατανόηση αποτελούν θεµελιώδη γνωρίσµατα της
ανθρώπινης πνευµατικής εµπειρίας. Η τελική ενότητα του Ανθρώπινου Πνεύµατος θεµελιώνεται στο γεγονός της κατανόησης.

Ενώ για τον Schleiermacher η άµεση συγγένεια/ εξοικείωση του αναγνώστη µε ένα ανοίκειο/ αποµακρυσµένο (άγνωστο) κείµενο είναι απόρροια του γεγονότος της από κοινού µετοχής στη
γλωσσική σύµβαση, για τον Dilthey η ερµηνευτική κατανόηση είναι ψυχολογικής τάξεως· λόγω αυτής
κάποιος µπορεί να συναισθανθεί την άµεση εσωτερική πραγµατικότητα του συγγραφικού υποκειµένου.

Η ικανότητα της κατανόησης οφείλεται στην συµµετοχή σε κοινές καταστάσεις ζωής (life situations) και όχι τόσο στη γλωσσική ικανότητα και υπακούει στην αρχή «βίος βίον κατανοεί».

Ο Dilthey συνέλαβε την έννοια της εµπειρίας ζωής (life experience) µέσα σε µια προοπτική, καθώς η
εµπειρία ζωής αυτή οργανώνεται από το υπόβαθρο, τα σχέδια και τις δεσµεύσεις των ατόµων, την
καθηµερινή βιωµένη ζωή τους (lifeworld). Κατ’ αυτόν, όλη η δραστηριότητα ζωής, αισθητικής ή εργαλειακής τάξεως, είναι µια εκφραστική. Ο εαυτός που εξωτερικεύεται ή εκφράζεται µέσα από τη ζωτική του δράση είναι ο µόνος που προσφέρεται για κατανόηση από τους άλλους και από τον ίδιον του τον εαυτόν.

∆εν υπάρχει µε λίγα λόγια µια ανέκφραστη υποκειµενικότητα ή µια εσωτερική ζωή µη προσιτή στην κοινή κατανόηση. Για το λόγο αυτόν ο Ditlthey όπως και ο Schleiermacher υπογράµµιζε πως ο ερµηνευτής κατανοεί καλύτερα τον συγγραφέα από ό,τι ο ίδιος τον εαυτόν του.

Ο σκοπός της κατανόησης κατά τον Dilthey είναι η συµπαθητική επαναβίωση του εκπεφρασµένου αισθήµατος. Αυτή η επαναβίωση είναι δυνατή λόγω της κοινής δοµής της εµπειρίας που ενοποιεί το κάθε «πνεύµα του καιρού» (Geist). Τα υποκείµενα οργανώνουν την εµπειρία σε «κοσµοείδωλα» τα οποία κυριαρχούνται από αισθήσεις, βούληση ή λογική, ζωοδοτούνται από πεσιµιστικές ή οπτιµιστικές διαθέσεις, ωθούνται από αναγνωρίσιµα αισθήµατα όπως θυµός, εχθρότητα, αγάπη, ελπίδα.

Αποµακρυσµένα µεταξύ τους υποκείµενα ή κουλτούρες συνδέονται στη βάση ενός κοινού αποθέµατος ψυχο-πνευµατικών στάσεων. Αντικρουόµενα κοσµοείδωλα αποτελούν όλα αληθινούς αντικατοπτρισµούς των πολλών εκφάνσεων της µιας ζωής. Παρόλο που µπορεί να περιγράφουν
τον κόσµο διαφορετικά οι διαφορετικές κουλτούρες κατοικούν τον ίδιο κόσµο και είναι στην φύση της κάθε κουλτούρας (στο βαθµό που δεν έχει αυτονοµηθεί σε µεταφυσική από τον επιστηµονικό τρόπο σκέψης) να µπορεί να κατανοεί τις εναλλακτικές πολιτισµικές περιγραφές του κόσµου.

Friedrich Nietzsche

Ενώ στον Dilthey ο κόσµος της καθηµερινής (βιωµένης) εµπειρίας είναι ιδεατά ενοποιηµένος από µια
γενική έννοια της ζωής, στον Friedrich Nietzsche (1844-1900) είναι κατακερµατισµένος. ∆εν υπάρχει ένα γεγονός καθαυτό, ούτε µια αντικειµενική, απόλυτη αλήθεια ή ιδέα του ορθού, αλλά πολλές οπτικές και τρόποι θέασης του κόσµου, πολλές ερµηνείες και η κάθε µια έχει την δική της αλήθεια.

Σε έναν από τους περίφηµους αφορισµούς του στο έργο του Η θέληση για δύναµη αποφαίνεται: «Ενάντια στον θετικισµό που µένει στα φαινόµενα –‘υπάρχουν µόνο γεγονότα’– εγώ θα έλεγα: Όχι, τα γεγονότα είναι ακριβώς αυτό που δεν υπάρχει, υπάρχουν µόνον ερµηνείες. ∆εν µπορούµε να εξακριβώσουµε κανένα γεγονός από µόνο του: ίσως να είναι τρέλα να θέλουµε να κάνουµε κάτι τέτοιο. ‘Το καθετί είναι υποκείµενο’ λέτε, αλλά ακόµη και αυτό είναι ερµηνεία. Το ‘υποκείµενο’ δεν είναι κάτι δεδοµένο, είναι κάτι που έχει προστεθεί και επινοηθεί και προβληθεί πίσω από αυτό που είναι. Τελικά είναι αναγκαίο να θέτουµε έναν ερµηνευτή πίσω από την ερµηνεία; Ακόµη και αυτό είναι επινόηση, υπόθεση. Στο βαθµό που η λέξη ‘γνώση’ έχει κάποιο νόηµα ο κόσµος είναι γνωρίσιµος, αλλά είναι
ερµηνεύσιµος αλλιώς δεν έχει κανένα νόηµα πίσω του, αλλά αναρίθµητα νοήµατα. –‘προοπτικισµός’.

Οι ανάγκες µας είναι αυτές που ερµηνεύουν τον κόσµο, οι ενορµήσεις µας είναι ένα είδος λαχτάρας για κυριαρχία. Κάθε µία έχει την προοπτική της, που θέλει να την επιβάλει σαν νόρµα σε όλες τις υπόλοιπες ενορµήσεις» (Νίτσε, 2014, παρ. 481). Οι προοπτικές αυτές είναι ανταγωνιστικές µεταξύ τους και εύθραυστες, ωστόσο δεν έχουν όλες την ίδια αξία. Η γνώση ότι «δεν υπάρχει ένα οράν δίχως προοπτική, ένα ‘γιγνώσκειν’ δίχως προοπτική» (Νίτσε, 2015, σ. 170) καθώς και η δυνατότητα γνώσης πολλών διαφορετικών προοπτικών -«όσο περισσότερο αισθήµατα αφήνουµε να µιλήσουν για ένα πράγµα, όσο περισσότερα µάτια, διαφορετικά µάτια, µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε για το ίδιο πράγµα, τόσο πληρέστερη θα είναι η ‘έννοια’ που θα σχηµατίσουµε γι’ αυτό το πράγµα, η ‘αντικειµενικότητά µας’»-, καθιστούν κάποιες προοπτικές δυνατότερες έναντι των άλλων.

Για τον Nietzsche η οµοιοµορφία που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη µαζική κοινωνία αποτελεί σύµπτωµα πνευµατικής ένδειας. Η κατάκτηση της αυτονοµίας µέσω του συνειδητού σχεδιασµού µιας προσωπικής προοπτικής του κόσµου είναι µια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση προορισµένη µόνο για τα
προικισµένα πνεύµατα και τις δυνατές προσωπικότητες. Νοσταλγός των προ-χριστιανικών αρετών της ηρωικής κοινωνίας, ο Νietzsche θεωρεί την καλλιτεχνική δηµιουργία –την επινόηση νέων οπτικών- µια άσκηση στη θέληση για δύναµη, απελευθερωτική από την κοινωνική οµοιοµορφία, το µοντέρνο αντίστοιχο της προσήλωσης στην τιµή της ηρωικής εποχής. 

Ως καθηγητής της κλασικής φιλολογίας θεωρούσε την ερµηνεία της λογοτεχνίας ως το ενδεδειγµένο πεδίο για την επιτέλεση µιας αισθητικής πράξης αρετής. Πράγµατι, ένα επακόλουθο του perspectivismus είναι η ιδέα ότι ερµηνεία είναι να δίνουµε σε ένα κείµενο νόηµα εντάσσοντάς το (βρίσκοντας θέση γι’ αυτό) εντός του δικού µας βιωµένου κόσµου, κάνοντας το να µας µιλά για σήµερα και όχι να αναζητάµε την συµπαθητική κατανόηση των άλλων. Η «∆ύναµη» συνεπάγεται
την ικανότητα να αναζητά κάποιος τις δικές του αξίες, σφυρηλατώντας ένα υλικό σε αισθητική µορφή και η εξάσκηση σε µια τέτοια «δύναµη» αποτελεί τον απώτερο σκοπό της ανάγνωσης.

Σε ένα κρίσιµο σηµείο του έργου του Χαρούµενη Επιστήµη ο Nietzsche κωδικοποιεί ως εξής την
αισθητική επανερµηνεία/ επανεπεξεργασία της κλασικής αρετής: «Ένα πράγµα είναι απαραίτητο! Να δώσεις στιλ στον χαρακτήρα σου. Μια σπάνια τέχνη! Ασκείται από εκείνους που επισκοπούν όλες τις δυνάµεις και τις αδυναµίες της φύσης τους και ύστερα τις ενσωµατώνουν σε ένα καλλιτεχνικό σχέδιο ώσπου να φανεί η καθεµία σαν τέχνη και σαν λογικό και να γοητεύουν τα µάτια ακόµη και οι αδυναµίες… Οι δυνατές και κυριαρχικές φύσεις είναι εκείνες που θα γευτούν την λεπτότερη χαρά τους σ’ αυτόν τον εξαναγκασµό, σ’ αυτήν την υποταγή και τελείωση που υπαγορεύεται από τον δικό τους νόµο. Αντίθετα οι αδύναµοι χαρακτήρες, αυτοί που δεν µπορούν να κυριαρχήσουν στον εαυτόν τους είναι εκείνοι που µισούν την υποταγή στο στιλ. Γιατί µόνον ένα πράγµα είναι απαραίτητο: να καταφέρει ένας άνθρωπος να ικανοποιηθεί µε τον εαυτόν του είτε µέσω της µιας είτε µέσω της άλλης ποίησης και τέχνης. Μόνο τότε είναι ο άνθρωπος ανεκτός στην θέα» (Νίτσε, 2010).

Ο Perspektivismus του Nietzsche δεν θεωρεί πως οι επιθυµίες του ερµηνευτή είναι κατανοητές εκ των
προτέρων, αλλά δηµιουργούνται σε µια διαδικασία προσωπικής ανάπτυξης και αυτό-µεταβολής, παράγωγο της αυθόρµητης δηµιουργικότητας που αποκαλείται ζωή.

Edmund Husserl

Ο ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύµατος που ονοµάζεται Φαινοµενολογία υπήρξε ο Γερµανός φιλόσοφος Edmund Husserl (1859-1938) και εφαρµοστής της φαινοµενολογικής µεθόδου στη διαδικασία της
ανάγνωσης ο Πολωνός µαθητής του Roman Ingarden (1893-1970). Επιχειρώντας να διερευνήσει τα
συνειδησιακά ενεργήµατα που εµπεριέχονται στην κατανόηση της γλώσσας, ο Husserl εφιστά για πρώτη φορά την προσοχή στη νοητική δραστηριότητα (ενέργεια) του αναγνώστη καθεαυτή.

Για τον Husserl η επικοινωνία προϋποθέτει τη δυνατότητα αντίληψης των προθεσιακών πράξεων (intentional acts) άλλων συνειδήσεων (Husserl, 1988). Η χρήση της γλώσσας εκ µέρους του οµιλητή εµπεριέχει την υπονοούµενη πρόθεση να διασυνδεθούν γλωσσικά σηµεία µε κάποια «αποβλεπτικά αντικείµενα (αναφοράς)» και να µεταβιβαστούν αυτές οι διασυνδέσεις στον ακροατή. Η κατανόηση συνεπάγεται την πρόσληψη των εµπρόθετων διασυνδέσεων και της επικοινωνιακής πρόθεσης του οµιλητή από τον ακροατή/ δέκτη προς τον οποίον αυτές απευθύνονται.

Η επικοινωνία, λοιπόν, συνεπάγεται ότι οµιλητής και ακροατής δεσµεύονται σε αντίστοιχες προθεσιακές πράξεις. Αυτές οι πράξεις είναι εγγενώς αναπαραγόµενες, έτσι ώστε αν δύο αναγνώστες κατανοούν το ίδιο κείµενο θα αντιλαµβάνονται την ίδια πράξη συγγραφικής πρόθεσης και εποµένως, έτσι, θα επιτελούν τις ίδιες εµπρόθετες πράξεις [πρόσληψης]. Επιπροσθέτως όλα τα πρόσωπα διαθέτουν από κοινού µια µορφή νοητικής εµπειρίας η οποία συνίσταται στο ότι η πρόσληψη ενός κόσµου από αντικείµενα µε σηµασία προϋποθέτει την κατηγορία της γλώσσας, η οποία µε τη σειρά της προϋποθέτει προθεσιακότητα και έναν κόσµο αποτελούµενο από υποκείµενα/ φορείς προθέσεων.

Υπό την έννοια αυτήν τα λογοτεχνικά έργα αποτελούν κοινωνικές και πολιτισµικές οντότητες, οι οποίες ως καθαρά προθεσιακά ενεργήµατα/ αντικείµενα οφείλουν την ύπαρξή τους στην ανθρώπινη νόηση /συνείδηση.

Roman Ingarden

Προσαρµόζοντας την θεωρία του Husserl στο θεµατικό αντικείµενο της ανάγνωσης ο Πολωνός µαθητής του Husserl, Roman Ingarden, στην πραγµατεία του The cognition of Literary Work (1936) θα καταπιαστεί µε τη φαινοµενολογική περιγραφή της ανάγνωσης. Ο Ingarden θα µετριάσει την χουσσεριανή αντίληψη που θέλει το λογοτεχνικό έργο να αποτελεί ένα καθαρά και µόνον προθεσιακό (ψυχολογικό) γεγονός και θα αποδεχτεί το οντολογικό του status (την οντική του αυτονοµία), δηλαδή την σταθερή – εξωτερική– του ύπαρξη ως πράγµατος καθαυτό.

Ο αναγνώστης ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι ένας θεατής/ παρατηρητής µιας αισθητικής αξίας,
ενός τετελεσµένου έργου. Ο Ingraden εισάγει την έννοια της συγκεκριµενοποίησης (concretization) και
καθιστά τον αναγνώστη υπεύθυνο για την δηµιουργία του λογοτεχνικού έργου ως αισθητικού γεγονότος. Η αναγνωστική εµπειρία που περιγράφεται από τον Ingraden έχει την εικόνα της «ροής». Τα κείµενα είναι προσιτά σε εµάς και τα διαβάζουµε µε την προσδοκία ότι µας είναι κατανοητά.

Η ανάγνωση είναι δυνατή χάρις στις προσδοκίες και προκατανοήσεις του αναγνώστη, τη σταδιακή
εξοικείωσή του µε αυτό που πρόκειται να έλθει. Μια φαινοµενολογία της ανάγνωσης θα πρέπει να
χαρτογραφεί τη διαδικασία προβολής και πραγµατοποίησης των προσδοκιών που ενεργοποιούνται κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης. Οι προσδοκίες είναι ενδεχόµενο να πρέπει να τροποποιηθούν από µια µελλοντική εµπειρία και ακόµη και το νόηµα λέξεων και προτάσεων ήδη διαβασµένων µπορεί να αναθεωρηθεί ως αποτέλεσµα αυτού που ακολουθεί.

Όλα αυτά ο επαρκώς «ενεργητικός» αναγνώστης τα αναµένει και τα αφοµοιώνει κατά τον ρουν της ανάγνωσης. Προκειµένου να κατανοήσει, ο αναγνώστης πρέπει να είναι πάντα παρών και να προηγείται του κειµένου, έτοιµος να επιλύσει τις ανωµαλίες του, να βάλει κάθε τι στην θέση
του και να διανοηθεί τι πρόκειται να επακολουθήσει.

Υπ’ αυτήν την έννοια ο αναγνώστης του Ingarden είναι «συν-συγγραφέας» του λογοτεχνικού έργου τέχνης.

Μartin Heidegger

Αποφασιστική είναι συµβολή του Μartin Heidegger (1889-1976) στην περαιτέρω εξέλιξη της ερµηνευτικής κατά τον 20ο αιώνα. Όπως ο Ingarden, έτσι και ο Heidegger τονίζει την αναγκαία προκατανόηση του αναγνώστη και παρουσιάζει την ανάγνωση σαν µια «ρέουσα», επιβεβαιωτική των
προσδοκιών του αναγνώστη, εµπειρία.

Στην θέση όµως µιας φαινοµενολογικής επισκόπησης της γλωσσικής κατανόησης, o Heidegger θα απευθύνει κάλεσµα για µια κατανόηση του φαινοµένου του κατανοείν στρατευµένου στη καθολική εµπειρία της ζωής.

Με την οντολογική στροφή, η ερµηνευτική παύει να είναι µια µέθοδος κατανόησης της γλωσσικής επικοινωνίας, ούτε και έχει ως επιδίωξη να προσφέρει µια βάση για τις ανθρωπιστικές επιστήµες. Η ερµήνευση που έχει ως σκοπό την κατανόηση είναι η υπαρκτική συνθήκη του Dasein, του υποκειµένου που υπάρχει εντός του κόσµου και αφορά τη φροντίζουσα σχέση του µε τα αντικείµενα του περίκοσµου (Umwelt), τη σχέση του µε τον αλληλόκοσµο (Mitwelt), όσο και µε τον ίδιον του τον εαυτόν, τον εαυτόκοσµο (Selbstwelt).

Το υπάρχειν εντός του κόσµου οικειοποιείται και διαφυλάσσει κόσµο δια της µέσω της οµιλίας προσαγορεύσεως των αντικειµένων του.

Στο πολύκροτο έργο του Είναι και Χρόνος, ο Heidegger διευρύνει το ερµηνευτικό εγχείρηµα ώστε να
συµπεριλάβει όλη τη γνώση. Η ερµηνεία των κειµένων υπάγεται στη θεµελιακή ερµηνεία του κόσµου και θεµέλιό της είναι ο κόσµος του ερµηνευτή που δοµεί εκ των προτέρων το νόηµα. ∆εν µπορούµε να
αποφύγουµε το γεγονός ότι ο ιστορικός κόσµος µας είναι ένα εκ των προτέρων δεδοµένο της εµπειρίας µας και, ως εκ τούτου, αποτελεί συγκροτητικό στοιχείο κάθε κειµενικής ερµηνείας. Η ιστορική και χρονική θέση του ερµηνευτή δεν µπορεί ποτέ να αποκλειστεί από την ερµηνεία. Είµαστε πάντοτε µέσα σε έναν ερµηνευτικό κύκλο.

Η ερµηνεία, τόσο υπό τη στενή έννοια της ερµηνείας των κειµένων όσο και υπό την ευρύτερη και
περικλείουσα την πρώτη έννοια της ερµηνείας των πραγµάτων του κόσµου, πραγµατοποιείται υπό την αναγκαία συνθήκη µιας προδιαµορφωµένης ερµηνευτικής κατάστασης (hermeneutische Situation). 

Μάλιστα το προς ερµηνεία κείµενο λειτουργεί ως όρος για την ερµηνευτική κατάσταση, οι τρεις συνιστώσες της οποίας περιγράφονται ως εξής: «κάθε ερµηνεύουσα φροντίδα έχει τη σταθερή της προθεση (Vorhabe). Ταυτόχρονα είναι, δε, και ορισµένη η οπτική µε την οποίαν θα γίνει, ούτως ειπείν, στόχος αυτό που βρίσκεται στην προθεση. Οι δυνατότητες της «ορατότητας» τηρούνται εντός προδιαγεγραµµένων ορίων, η (εκάστοτε) ερµήνευση έχει δηλαδή την προ-οπτική της (Vorsicht). Επιπλέον ο φροντιζόµενος κόσµος και το ίδιο το είναι εντός του κόσµου υποβάλλονται σε ερµηνεία εντός µιας ορισµένης καταληπτότητας, διότι βέβαια πάντα είθισται, «µέχρι κάποιου βαθµού», να ζητεί κανείς περί του κόσµου και του βίου µέσα σ’ αυτόν.

Για τον σκοπό αυτόν, υπάρχουν στη διάθεση του ερµηνεύειν έννοιες παραδεδοµένες, βάσει των οποίων τούτο έχει µια ορισµένη πρό-ληψη (Vorgriff) (Heidegger, 2009, σ. 301-302)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου