Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Ιορδάνης Τσομίδης


Ο Ιορδάνης Τσομίδης μπορεί να οριστεί ως ένας «έθνικ» ρεμπέτης μουσικός ο οποίος διατήρησε το αυτοσχεδιαστικό ύφος των πειραιωτών ρεμπετών και έντυσε πολλές ξένες μουσικές παραγωγές με το συγκεκριμένο στυλ ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό νέα μονοπάτια στην διεθνή μουσική σύμπραξη και καλλιτεχνία.

Γεννήθηκε το 1933 στην Κοκκινιά από γονείς πρόσφυγες, με καταγωγή από τη Σαμψούντα. Σε ηλικία 12 χρόνων άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και βιολί και λίγο καιρό αργότερα άρχισε να εμφανίζεται σε μικρά θέατρα ως παιδί - ταλέντο. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τον κλασικό αθλητισμό και το 1950 ανακηρύχτηκε πρωταθλητής Ελλάδας στα 5.000 μέτρα στην κατηγορία των εφήβων.Την ίδια περίπου εποχή, θα κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, συμμετέχοντας σε λαϊκές ορχήστρες που περιόδευαν σε μαγαζιά της επαρχίας: στο Βόλο, στην Αρτα, στην Πρέβεζα, στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. 

Μετά τη στρατιωτική του θητεία το 1956 και από ένα σύντομο πέρασμα από το Βόλο, το 1957 φεύγει στις Η.Π.Α. Εκεί θα συνεργαστεί με πολλούς άλλους Έλληνες μπουζουξήδες και μουσικούς σε καταστήματα της ομογένειας αρχικά και έπειτα σε καζίνο και κρουαζιερόπλοια. Γυρολόγος για 15 περίπου χρόνια σε Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Λας Βέγκας, Σικάγο και άλλες αμερικανικές μεγαλουπόλεις θα συνεργαστεί με σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής (Χιώτης, Δασκαλάκη, Χανούμ, Σεβαστάκης και άλλοι) και θα αποκτήσει πολλούς πιστούς ακροατές, τόσο Έλληνες της Διασποράς όσο και Αμερικανούς. Το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό και η «κυριαρχική» του παρουσία, αντίθετα με το ρεύμα της εποχής που ήθελε τους μπουζουξήδες σε έναν τυποποιημένο ρόλο «υπηρέτη» του τραγουδιστή-φίρμα, έμελλε να μαγέψουν ακόμα και διασημότητες της εποχής, μεταξύ των οποίων η Τζέιν Φόντα, η Σίλλει ΜακΛέιν αλλά και ο Τζακ Νίκολσον. 

Ο Τσομίδης αυτή την εξαιρετικά γόνιμη και δημιουργική περίοδο της ζωής του θα ηχογραφήσει αρκετούς δίσκους και θα συνεργαστεί με αρκετούς ξένους μουσικούς, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι Οχράν, Γιακούμπιαν, Γιάμπκιν. Πάντως αυτό για το οποίο ο Τσομίδης μπορούσε να περηφανεύεται ήταν η συνεργασία του με το διάσημο σαξοφωνίστα Φιλ Γούντς, με τον οποίο ηχογράφησαν ένα δίσκο το καλοκαίρι του 1966, μέσα σε μόλις 7 ώρες όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος, ο οποίος έκανε ρεκόρ πωλήσεων. Το πλούσιο σε ήχο και ποικιλία παίξιμό του οδήγησε το Μανώλη Πίκο, στενό φίλο και συνεργάτη, να τον χαρακτηρίσει ως «Χουντίνι», «μάγο με τον κόσμο» όπου «κάθε του πενιά είχε βαρύτητα...και μαγεία μέσα της»26. Ίσως αυτή η μαγεία ήταν που ώθησε το «θρύλο» Μπόμπ Ντύλαν να προτείνει συνεργασία στον Έλληνα δημιουργό, με τη συμφωνία, δυστυχώς, να μην ευοδώνεται τελικά γιατί όπως είπε ο Τσομίδης σε μια συνέντευξη του στον Πάνο Γεραμάνη, την «τορπίλισαν Ελληνοαμερικανικοί επιχειρηματίες».

Η επιστροφή του Τσομίδη το 1974 στην Ελλάδα και η απόπειρά του να ανοίξει ένα μαγαζί θα αποδειχθεί βραχύχρονη και το ναυάγιο του σχεδίου του σύντομα θα τον φέρει πάλι σε μαγαζιά και συναυλίες στις Η.Π.Α., τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Τελικά τη δεκαετία του 1980 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου και αποσύρθηκε, παίζοντας πλέον σπάνια και όταν αυτό συνέβαινε σε μικρά καταστήματα, όπου το μπουζούκι του θα είχε τον πρώτο ρόλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εμφανιζόταν στον «Πίκο» στη Χαλκίδα και στη Δροσιά. Έσβησε, από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 73 ετών, το Μάρτη του 2006, στο «Ευγενίδειο Ίδρυμα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου