Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Thomas Mann - Η απατημένη

Τοποθετημένη στη δεκαετία του 1920, η νουβέλα του Τόμας Μαν είναι η ιστορία της Ροζαλί Φον Τίμλερ, μιας πενηντάχρονης γυναίκας που, ύστερα από τον θάνατο του συζύγου της, ζει στο Ντίσελντορφ μαζί με τα δύο της παιδιά, την τριαντάχρονη Άννα και τον δεκαοκτάχρονο Έντουαρντ

Την επιφανειακά ήσυχη ζωή των τριών προσώπων κλονίζει ο ερχομός του εικοσιτετράχρονου Κεν Κίτον, δασκάλου αγγλικών του Έντουαρντ, ο οποίος προετοιμάζεται για το Πολυτεχνείο.

Νέος, σφριγηλός και όμορφος, ο Κεν θυμίζει στη Ροζαλί ότι εξακολουθεί να είναι γυναίκα, παρά την εμμηνόπαυση. Η Άννα, με πρόβλημα στο πόδι εκ γενετής και μηδενική ερωτική ζωή, διαφωνεί με τον πόθο που νιώθει η μητέρα της για τον νεαρό.

Μέσα στην έξαψή της, η Ροζαλί ανακοινώνει στην Άννα ότι έχει ξανά περίοδο. Δυστυχώς όμως, η φύση, που τόσο αγαπάει, την εξαπατά.

Απόψε θέλω να σας εκφράσω τις ευχαριστίες και τον θαυμασμό μου για την σκανδαλώδη παραβολή. Μα τι πράγματα που ούτε τα ’χε κανείς υποψιαστεί βγάλατε πάλι από το θέμα της διαπλοκής μεταξύ έρωτα και θανάτου· πόσο συγκεκριμένα και πόσο πλούσια σε εικόνες το επιτύχατε.

Theodor Adorno

Αποσπάσματα

Πόσο ένα κουτσό περπάτημα μπορεί να μαράνει την αισθησιακή συμμετοχή του άλλου φύλου στο παρουσιαστικό ενός κοριτσιού, τούτο το είχε καταλάβει από νωρίς η δεσποινίς φον Τίμλερ και γι’ αυτό είχε θωρακιστεί με υπερηφάνεια, η οποία όμως, όπως είναι λογικό, στις περιπτώσεις όπου ήθελε να στραφεί πάνω της το ενδιαφέρον κάποιου νεαρού άντρα, παρά το σωματικό ελάττωμα, το αποθάρρυνε με την ψυχρή, απορριπτική δυσπιστία της και το έπνιγε εν τη γενέσει του. Μια φορά, λίγο μετά την αλλαγή της διαμονής, είχε αγαπήσει – κι είχε ντραπεί γεμάτη πόνο για το πάθος της, επειδή στρεφόταν προς τη σωματική ομορφιά εκείνου του νεαρού άντρα, ενός διπλωματούχου χημικού που είχε την πρόθεση να μετατρέψει όσο το δυνατόν ταχύτερα την επιστήμη του σε χρήμα, έτσι ώστε μετά την επιτυχία του στις διδακτορικές εξετάσεις κατάφερε γρήγορα να βρει μια αξιοπρόσεκτα προσοδοφόρα θέση σε ένα εργοστάσιο χημικών προϊόντων του Ντίσελντορφ. Η μελαχρινή ανδροπρέπειά του, με την ανοιχτή, ακόμη και για τους άντρες συμπαθή φύση και τις τόσες ικανότητες, ήταν αντικείμενο του ενθουσιασμού όλων των κοριτσιών και των γυναικών της παρέας, της λατρείας κάθε κότας και κλώσας· κι ο ποταπός πόνος της Άννας ήταν λοιπόν να λαχταράει εκείνο που λαχταρούσαν όλες και να διαπιστώνει πως οι αισθήσεις της την είχαν καταδικάσει σ’ ένα κοινό συναίσθημα, ενώ η ίδια μοχθούσε να δώσει κάποιο ιδιαίτερο κύρος στη βαθύτητά του.

Οι διαπιστώσεις της Άννας ήταν σωστές. Η Ροζαλί είχε αρχίσει να χάνει με τρυφερό τρόπο τον έλεγχο απέναντι στον νεαρό φροντιστή του γιου της, δίχως ν’ αντιστέκεται στη γοργή ανάπτυξη αυτής της έλξης, δίχως ίσως να την αντιλαμβάνεται καλά καλά και πάντως δίχως να μοχθεί ιδιαίτερα να την κρατήσει μυστική. Σημάδια που σε μια άλλη δεν θα είχαν ξεφύγει ποτέ απ’ τη γυναικεία παρατηρητικότητά της: ένα γουργουρητό και ένα υπερβολικά ενθουσιώδες γέλιο με τις φλυαρίες του Κεν, ένα βαθύ βλέμμα και μετά το κατέβασμα των λαμπερών ματιών, αυτά φαινόταν να τα θεωρεί στην ίδια απαρατήρητα – εκτός πια κι αν παρέμενε πεισματικά στο αίσθημά της και παραήταν περήφανη για να τη νοιάζει οτιδήποτε.

Αυτά είπε η Ροζαλί στον εαυτό της εκείνο το βράδυ. Έπειτα από μια νύχτα έντονης αναστάτωσης και λίγες ώρες βαθύ πρωινού ύπνου, η πρώτη της σκέψη με το ξύπνημα ήταν για το πάθος με το οποίο είχε χαραχτεί, ευλογηθεί, και που δεν είχε καν στον νου της να το απαρνηθεί, να το αποπέμψει με ευπρέπεια. Η καλή γυναίκα ήταν ενθουσιασμένη με την άσβεστη ικανότητα της ψυχής της ν’ ανθεί μες στο γλυκό βάσανο. Δεν ήταν ιδιαίτερα ευσεβής κι άφηνε τον Θεό, τον Κύριο, έξω απ’ το παιχνίδι. Η δική της ευσέβεια απευθυνόταν στη φύση και θαύμαζε κι εκτιμούσε το αποτέλεσμα που της επέφερε εκείνη, στρεφόμενη ενάντια στον εαυτό της. Ναι, αυτό το ξανάνθισμα της ψυχής και των αισθήσεων ήταν ενάντια στη φυσική τάξη, αίσιο βέβαια, όχι όμως κι ενθαρρυντικό κι ήθελε να το κρύψει και να το αποσιωπήσει απ’ όλο τον κόσμο, ακόμη κι απ’ την έμπιστη κόρη, κυρίως όμως απ’ αυτόν, τον αγαπημένο, που δεν είχε καταλάβει τίποτε και που δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτε· γιατί με τι θάρρος να ρίξει τα μάτια της μπρος στα νιάτα του;

«Για τον εαυτό μου μιλάω. Είναι φανερό πως τον τελευταίο καιρό έχεις αλλάξει, μαμά. Θέλω να πω ότι δεν έχεις αλλάξει, δεν το είπα σωστά, αφού τελικά έχεις μείνει η ίδια, κι όταν λέω ότι έχεις αλλάξει, εννοώ ότι στην εμφάνισή σου παρουσιάστηκε κάποιο είδος ανανέωσης, που ούτε κι αυτή είναι όμως η σωστή λέξη, γιατί φυσικά και δεν είναι δυνατόν να πρόκειται για πραγματική και συγκεκριμένα αποδείξιμη ανανέωση της αγαπημένης εικόνας σου. Στα μάτια μου έμοιαζε όμως, πού και πού, για δευτερόλεπτα, μ’ έναν ιδιαίτερο φαντασμαγορικό τρόπο, σαν να πρόβαλλε ξαφνικά μέσα απ’ τη μορφή της ηλικιωμένης η μαμά, όπως την ήξερα πριν είκοσι χρόνια, όταν ήμουν μικρό κορίτσι – κι όχι μόνο αυτό, αλλά νόμιζα και πως σ’ έβλεπα ξάφνου όπως ποτέ δεν είχα δει τον εαυτό μου, δηλαδή έτσι όπως μπορεί να έμοιαζες όταν εσύ η ίδια ήσουν πολύ μικρό κορίτσι. Κι αυτή η παραπλάνηση των αισθήσεων, αν ήταν μόνο μια απλή παραπλάνηση των αισθήσεων, που είχε όμως κάτι αληθινό πάνω της, θα έπρεπε να μου δώσει χαρά, θα έπρεπε να κάνει την καρδιά μου ν’ αναπηδήσει απ’ την ευχαρίστηση, έτσι δεν είναι; Όμως αυτό δεν έγινε, μόνο πιο βαριά έκανε την καρδιά μου, κι ακριβώς εκείνες τις στιγμές που εσύ ξανάνιωνες μπρος στα μάτια μου, τότε σε λυπόμουν φοβερά! Επειδή έβλεπα ταυτόχρονα ότι υπόφερες κι ότι η φαντασμαγορία που ανέφερα δεν είχε να κάνει μόνο με τον πόνο σου, αλλά πως ήταν κι η έκφραση, η εμφάνισή του, μια “πονεμένη άνοιξη”, όπως μόλις την ονόμασες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου