Τα επόμενα 18 χρόνια θα γευτεί κάθε απαγορευμένο καρπό και θα πειραματιστεί με κάθε διαστροφή, κυρίως υπό την επίδραση ενός γαλλικού «δηλητηριώδους» decadent βιβλίου, δώρο του Λόρδου Χένρυ.
Στο μυθιστόρημα δεν αποκαλύπτεται ποτέ ο τίτλος του βιβλίου, στις δίκες του Ουάιλντ όμως ο συγγραφέας παραδέχεται πως όταν το έγραφε είχε στο μυαλό του το περιβόητο À rebours (Ενάντια στην φύση, 1884) του Γάλλου συγγραφέα Ζορίς-Καρλ Υσμάν (Joris-Karl Huysmans, 1848 - 1907)
«Ηλίθιο», «αδέξιο», «ανιαρό», «σαχλό», «αηδιαστικό», «βρομερό», «γέννημα της λεπρώδους λογοτεχνίας των Γάλλων Decadents», «μπουρδολογία» ήταν μόνο μερικά από τα αβρά λόγια με τα οποία υποδέχτηκε η αγγλική κριτική το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι».
«Αφήστε το βιβλίο μου, σας παρακαλώ, στην αθανασία που του αξίζει», απαντούσε χωρίς ίχνος συστολής ο Oσκαρ Ουάιλντ.
Και όπως αποδείχτηκε είχε δίκιο αφού ο Ντόριαν Γκρέι, εκατόν δέκα ετών και πλέον πια, μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να τέρπει, να γοητεύει και να βάζει τους αναγνώστες σε σκέψεις.
Το μυθιστόρημα, «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», το οποίο προκάλεσε την βικτοριανή ηθική και οδήγησε τον συγγραφέα του ακόμα και στη φυλακή συνεχίζει να αποτελεί έως και σήμερα το γνωστότερο έργο του κι ένα από τα κορυφαία έργα της κλασσικής λογοτεχνίας.
Ο «μύθος» του Ντόριαν Γκρέι είναι λίγο ως πολύ γνωστός: η άνοδος και η πτώση ενός νεαρού άγγλου αριστοκράτη του 19ου αιώνα, ενός δανδή σε τέτοιο σημείο ερωτευμένου με την λαμπερή του εικόνα, που είναι διατεθειμένος να προσφέρει ακόμα και την ψυχή του για να διατηρήσει την όψη του αναλλοίωτη.
Στο Λονδίνο του 1890 ο πανέμορφος Ντόριαν από τη μία εμπνέει τον παθιασμένο με την ομορφιά του προσώπου του, ζωγράφο και φίλο του Μπάζιλ και από την άλλη εμπνέεται από την στάση ζωής του Λόρδου Γουότον, που προτάσσει ως μοναδικούς στόχους ζωής την ομορφιά και τις λοιπές απολαύσεις που μπορεί να παρέχει.
Συνεπαρμένος από αυτόν τον τρόπο ζωής ξαφνικά αγωνιά μπροστά στη δύναμη της φθοράς και φοβάται την ημέρα που η ομορφιά του προσώπου του θα χαθεί και μαζί της οι απολαύσεις που της συνοδεύουν.
Έτσι εύχεται να μπορούσε το πορτραίτο που του ζωγράφισε ο Μπάζιλ να γερνάει αντ’ αυτού. Και η ευχή του εισακούγεται... Έχοντας μετατραπεί -χάρη και στην επιδέξια καθοδήγηση του διεφθαρμένου λόρδου- σ' ένα είδος Μεφιστοφελή, σ' ένα τέρας γεμάτο κυνισμό, θα φανεί πρόθυμος να εξουδετερώσει ακόμα κι εκείνους που κάποτε τον αγάπησαν. Μέχρι τη στιγμή που θα σταθεί και πάλι μπροστά στο πορτρέτο του, αντιμέτωπος με τις καθυστερημένες τύψεις του...
Είναι αλήθεια πως στο μυθιστόρημα μόλις ο Ντόριαν ανακαλύπτει τις θεϊκές του δυνάμεις, προχωρά σε διάφορες ειδεχθείς πράξεις, συμπεριλαμβανομένης και της δολοφονίας. Για τις βικτοριανές ευαισθησίες όμως η πιο ανείπωτα έκνομη πράξη του ήρωα θα ήταν ότι διέφθειρε νέους άνδρες.
Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα ανορθόδοξο δράμα εποχής μέσα από το οποία παρουσιάζονται με προκλητικό τρόπο τα ανθρώπινα πάθη, οι αδυναμίες και οι εμμονές, περισσότερο όμως από κάθε τι άλλο, βάλλεται η ανθρώπινη ηθική και οι αξίες.
Πόσο αθώος μπορεί να μείνει ο άνθρωπος μπροστά στο δέλεαρ της αιώνιας ομορφιάς και νιότης; Πόσο έτοιμος μπορεί να είναι να δεχτεί την αθανασία; Πόσο μπορεί να ζήσει χωρίς ψυχή αφού την έχει θυσιάσει στον βωμό της ακολασίας και της ασυδοσίας; Πολλά τα ερωτήματα, πολλές οι απαντήσεις, περισσότεροι όλων όμως οι προβληματισμοί.
Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», εκδόθηκε το 1891. Τον Ιούλιο του 1890, παρουσιάζεται στο περιοδικό Lippincott της Philadelphia η ιστορία ενός άνδρα που δεν γεράζει ποτέ, όμως σε αντίθεση με το άψογο παρουσιαστικό του, το πορτρέτο φέρει τα σημάδια της φθοράς του.
Στο Λονδίνο, η εφημερίδα «Daily Chlonicle», χαρακτήρισε την ιστορία «ακάθαρτη», «δηλητηριώδη» και «γεμάτη από τις αποπνικτικές οσμές της ηθικής και πνευματικής σήψης». Η «St. James Gazette», την έκρινε ως «βρώμικη» και «αηδιαστική» ενώ πρότεινε να διωχθεί ο συγγραφέας.
Πιο δυσοίωνη ήταν μια σύντομη αναφορά στον «Scots Observer», σύμφωνα με την οποία, παρόλο που «ο Ντόριαν Γκρέι» ήταν ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής ποιότητας, διαπραγματευόταν «θέματα που άπτονται μόνο στο Τμήμα Εγκληματικών Ερευνών ή σε μια ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών», καθώς και ότι θα ήταν ενδιαφέρον κυρίως για τους «εκτός νόμου ευγενείς και διαστρεμμένα αγόρια που μεταφέρουν τηλεγραφήματα» - ένας υπαινιγμός για το πρόσφατο τότε σκάνδαλο της Cleveland Street για έναν ανδρικό οίκο ανοχής στο Λονδίνο.
Σε πέντε χρόνια από τότε, στις 25 Μαΐου του 1895, ο Ουάιλντ βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταδίκη για «διάπραξη άσεμνων πράξεων με ορισμένους άνδρες». Ο σάλος που προκαλείται είναι όχι μόνο μεγάλος αλλά κι αναμενόμενος αφού κανένα έργο της κυρίαρχης αγγλόφωνης μυθιστοριογραφίας δεν είχε έρθει τόσο κοντά στο να εκφράσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλική επιθυμία.
Στις δίκες εναντίον του Όσκαρ Ουάιλντ το 1895, οι αντίπαλοι δικηγόροι διαβάζουν φωναχτά αποσπάσματα από τον «Ντόριαν Γκρέι», αποκαλώντας το «σοδομιτικό βιβλίο».
Εντέλει, ο συγγραφέας φυλακίζεται , όχι γιατί βλέπει ερωτικά νέους άνδρες αλλά επειδή εξέφρασε ανοιχτά αυτή του την επιθυμία στο βιβλίο.
Όταν πλέον πεθαίνει, στις 30 Νοεμβρίου του 1900, είναι 46 ετών και βρίσκεται σε ένα υποβαθμισμένο ξενοδοχείου στο Παρίσι.
Σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατό του, εν μια νυκτί γεννιέται ένας θρύλος και ο Ουάιλντ καθιερώνεται ως ο μάρτυρας της ομοφυλοφιλίας, ο ηθικός επαναστάτης. Ένα εκκολαπτόμενο κίνημα δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων τον «αγκαλιάζει» ως ήρωα που περιφρονήθηκε.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Graig Rodwell, το 1967, ανοίγει ένα γκέι και λεσβιακό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη, του δίνει το όνομα «The Oscar Wilde Memorial Bookshop» και μετά τις ταραχές στο Stonewall το 1969 ο Rodwell χρησιμοποίησε τη λίστα διευθύνσεων του βιβλιοπωλείου για να βοηθήσει να οργανωθεί η πρώτη παρέλαση υπερηφάνειας.
«Για τον κόσμο φαίνομαι, από δική μου πρόθεση, ένας ερασιτέχνης καλλιτέχνης και απλώς ένα δανδής- δεν είναι σοφό να δείχνει κανείς την καρδιά του στον κόσμο», έγραψε κάποτε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τους βιογράφους του συγγραφέα, ο εκκεντρικός αυτός βικτοριανός συνήθιζε γύρω στα 1884 να συχνάζει στο ατελιέ κάποιου ζωγράφου, ονόματι Μπάζιλ Ουόρντ, ένα από τα μοντέλα του οποίου ήταν ένας εξαιρετικής ομορφιάς νεαρός. Όταν πια το πορτρέτο τού τελευταίου είχε ολοκληρωθεί, ο Ουάιλντ, αντικρίζοντάς το, είπε: «Τι κρίμα που τέτοιο λαμπρό πλάσμα, θα γεράσει κάποτε!». Ο ζωγράφος συμφώνησε, λέγοντας: «Πόσο εξαίσιο θα 'ταν αν παρέμενε ακριβώς όπως είναι, και να γερνούσε το πορτρέτο με τον καιρό!».
Η παραπάνω στιχομυθία ήταν που ενέπνευσε στον Ουάιλντ την κεντρική ιδέα του μυθιστορήματός του, το εύρημα μέσα από το οποίο θα μιλούσε για το πάθος της αιώνιας νεότητας και για το τίμημα που αυτό συνεπάγεται…
Πεπεισμένος ότι μόνο η αληθινή μετάνοια θα τον λυτρώσει, αποφασίζει να καταστρέψει και το τελευταίο ίχνος της συνείδησής του. Εν βρασμώ ψυχής, μπήγει το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τον Μπάζιλ Χόλγουορντ στον πίνακα. Οι υπηρέτες του Ντόριαν ξυπνούν από μία κραυγή από το κλειδωμένο δωμάτιο, και οι περαστικοί ειδοποιούν την αστυνομία. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, βρίσκουν το πτώμα του Ντόριαν μαχαιρωμένο στην καρδιά, γερασμένο, μαραζωμένο και άθλιο. Μόνο χάρις στα δαχτυλίδια που φοράει καταφέρνουν να ανακαλύψουν την ταυτότητά του. Μπροστά στο ρυτιδιασμένο σώμα του νεκρού, η φιγούρα στο πορτραίτο στέκει νεαρή και υπέροχη, όπως την είχε φιλοτεχνήσει ο ζωγράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου