Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Γκυ ντε Μωπασσάν - Ο φιλαράκος (Bel ami)

Ο Ζωρζ Ντυρουά είχε ξαναβρεί τις παλιές του συνήθειες.

Έχοντας εγκατασταθεί στο μικρό ισόγειο διαμέρισμα της οδού Κωνσταντινουπόλεως, ζούσε σεμνά, σαν άνθρωπος που ετοιμάζεται για ένα νέο στάδιο.

Οι σχέσεις του με την κυρία ντε Μαρέλ είχαν πάρει μια συζυγική χροιά, λες και προγυμναζότανε για τον επικείμενο γάμο του· και η ερωμένη του απορούσε συχνά με τη συμπεριφορά του και έλεγε γελώντας: «Καταντάει να είσαι τυπικότερος κι απ' τον άντρα μου, τόσο που αρχίζω να σκέφτομαι πως δεν υπήρχε λόγος ν' αλλάξω».

Η κυρία Φορεστιέ δεν είχε επιστρέψει. Ήταν ακόμα στις Κάννες. Πήρε ένα γράμμα της, όπου του 'λεγε πως θα γυρίσει στα μέσα Απριλίου, χωρίς να κάνει νύξη γι' αυτά που είχαν κουβεντιάσει. Ο Ντυρουά περίμενε. Τώρα πια το είχε πάρει απόφαση να βάλει τα δυνατά του και να την παντρευτεί, να υπερνικήσει κάθε δισταγμό της. Είχε όμως εμπιστοσύνη στην τύχη του, είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη του γυναικοκατακτητή που ένιωθε πως είχε μέσα του. Ναι, καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί.

Ένα σύντομο σημείωμα τον έκανε να καταλάβει πως η αποφασιστική στιγμή είχε φτάσει.
«Είμαι στο Παρίσι. Ελάτε να με δείτε. Μαντλέν Φορεστιέ».

Τίποτ' άλλο. Το πήρε με το ταχυδρομείο των εννιά. Πήγε σπίτι της στις τρεις, την ίδια μέρα. Του άπλωσε και τα δυο της χέρια, χαμογελώντας με το γοητευτικό, φιλικό της χαμόγελο. Για κάμποσες στιγμές, μείναν όρθιοι και κοιταζόντουσαν βαθιά στα μάτια.

Ύστερα του είπε χαμηλόφωνα:
― Τι ευγενικό εκ μέρους σας να 'ρθείτε στις Κάννες, όταν βρισκόμουνα σε κείνη τη φοβερή κατάσταση.
Tης απάντησε:
― Θα έκανα οτιδήποτε, φτάνει να με προστάζατε.
Καθίσανε. Τον ρώτησε τι νέα έχει, τον ρώτησε για τον Βαλτέρ, για όλους τους συναδέλφους της εφημερίδας, είπε πως σκεφτότανε συχνά την εφημερίδα.
― Μου έλειψε πολύ, πάρα πολύ· έχω γίνει κι εγώ δημοσιογράφος. Μου αρέσει πολύ αυτό το επάγγελμα.

Ύστερα σώπασε. Ο Ντυρουά πίστεψε πως διέκρινε το χαμόγελό της, στον τόνο της φωνής της, ένα είδος πρόσκλησης· και μολονότι είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να είναι υπομονετικός, τραύλισε:

― Τότε λοιπόν... γιατί... γιατί να μην ξαναρχίσετε να γράφετε... με το... με το όνομα Ντυρουά;
Αυτή ξανάγινε απότομα σοβαρή και βάζοντας το χέρι της στο μπράτσο του, μουρμούρισε:
― Ας μην μιλήσουμε ακόμα γι' αυτό.
Μα ο Ντυρουά μάντεψε πως δεν είχε αντίρρηση και πέφτοντας στα γόνατα, άρχισε να της φιλάει με πάθος τα χέρια, λέγοντας και ξαναλέγοντας με βραχνή φωνή:
― Ευχαριστώ, ευχαριστώ, πόσο σας αγαπώ!

Η κυρία Φορεστιέ σηκώθηκε. Σηκώθηκε κι εκείνος και είδε πως το πρόσωπό της είχε χλομιάσει. Τότε κατάλαβε πως τον συμπαθούσε, ίσως από πολύν καιρό· και καθώς βρέθηκαν ο ένας απέναντι απ' τον άλλον, την πήρε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μέτωπο, μ' ένα μακρόσυρτο φιλί, στοργικό και σοβαρό.

Η Μαντλέν τον απώθησε ελαφρά και είπε ψύχραιμα:
― Ακούστε, φίλε μου, δεν έχω αποφασίσει τίποτα ακόμα. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να πω το ναι. Θα μου υποσχεθείτε όμως πως θα το κρατήσετε μυστικό, μέχρι την ώρα που θα σας δώσω την άδεια να το κοινολογήσετε.

Της το ορκίστηκε και έφυγε, με την καρδιά του ξέχειλη από χαρά.
Από 'κεί και ύστερα, ήταν πολύ διακριτικός όταν της έκανε επίσκεψη και δεν επέμενε να του δώσει πιο συγκεκριμένες υποσχέσεις, γιατί η κυρία Φορεστιέ μιλούσε κάθε τόσο για το μέλλον, έλεγε «αργότερα», έκανε σχέδια που αφορούσαν και τους δυο κι όλα αυτά ήταν πιο εύγλωττα από μια τυπική συγκατάθεση.

Ο Ντυρουά δούλευε σκληρά, ξόδευε λίγα, προσπαθούσε να βάλει χρήματα στην μπάντα για να μην βρεθεί τελείως απένταρος την ώρα του γάμου του. Είχε γίνει τόσο φιλάργυρος, όσο άλλοτε ήτανε σπάταλος.

Πέρασε το Καλοκαίρι, πέρασε το Φθινόπωρο, χωρίς κανένας να υποπτευθεί τίποτα, γιατί βλεπόντουσαν σπάνια και με τον φυσικότερο τρόπο.
Ένα βράδυ, η Μαντλέν του είπε, κοιτάζοντάς τον κατάματα:
― Δεν μιλήσατε ακόμα για τα σχέδιά μας στην κυρία ντε Μαρέλ;
― Όχι αγαπητή μου. Εφόσον σας υποσχέθηκα πως θα το κρατήσω μυστικό, δεν το είπα σε κανέναν.
― Νομίζω πως είναι καιρός να της το πείτε. Εγώ αναλαμβάνω να το πω στους Βαλτέρ. Θα της το πείτε αυτήν τη βδομάδα, σύμφωνοι;
Αυτός κοκκίνισε:
― Ναι, αύριο κιόλας.
Η Μαντλέν γύρισε αλλού το βλέμμα της, σαν να μην είχε προσέξει καθόλου την ταραχή του και συνέχισε:
― Αν θέλετε, μπορούμε να παντρευτούμε στις αρχές Μαΐου.
― Ό,τι προστάξετε, το δέχομαι μετά χαράς.
― Στις 10 Μαΐου, είναι Κυριακή, θα μου άρεσε πολύ, γιατί τότε έχω τα γενέθλιά μου.
― Σύμφωνοι, στις 10 Μαΐου.
― Οι γονείς σας μένουν κοντά στη Ρουέν, έτσι δεν είναι; Έτσι μου είπατε, αν θυμάμαι καλά.
― Ναι, κοντά στη Ρουέν, στο Καντελώ.
― Και τι κάνουν;
― Είναι... είναι μικροεισοδηματίες.
― Α, θα ήθελα πολύ να τους γνωρίσω.
Ο Ντυρουά δίστασε, μην ξέροντας τι να πει:
― Βεβαίως... μόνο που... είναι...
Ύστερα, βλέποντας πως δεν γινόταν αλλιώς, συνέχισε αποφασιστικά:
― Αγαπητή μου, είναι αγρότες, ταβερνιάρηδες, που φτύσανε αίμα για να με σπουδάσουν. Εγώ, δεν ντρέπουμαι για την καταγωγή μου, μα οι... άξεστοι τρόποι τους... η χωριατιά τους... φοβάμαι μήπως σας φέρουν σε δύσκολη θέση...

Αυτή χαμογέλασε τρυφερά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από μια γλυκιά καλοσύνη:

― Όχι. Θα τους αγαπήσω πολύ. Θα πάμε να τους επισκεφτούμε. Το θέλω. Θα σας ξαναμιλήσω γι' αυτό. Κι εγώ επίσης είμαι κόρη φτωχών ανθρώπων... Τους έχασα όμως τους γονείς μου και τώρα δεν έχω κανέναν στον κόσμο... –του άπλωσε το χέρι και πρόσθεσε– κανέναν εκτός από σας.
Κι ο Ντυρουά κατασυγκινήθηκε κι ένιωσε κατακτημένος, πράγμα που δεν του 'χε συμβεί με καμιά άλλη γυναίκα.
― Σκέφτηκα κάτι, του είπε, διστάζω όμως να σας το πω.
Την ρώτησε:
― Γιατί; Περί τίνος πρόκειται;
― Αφού επιμένετε, ιδού τι συμβαίνει, αγαπητέ μου. Είμαι κι εγώ σαν όλες τις γυναίκες... έχω τις αδυναμίες μου, τις μικρότητές μου, μου αρέσει καθετί που γυαλίζει και κουδουνά. Πολύ θα το 'θελα να έχω ένα όνομα αριστοκρατικό. Δεν θα μπορούσατε, με την ευκαιρία των γάμων μας, να... πως να το πω, να εξευγενιστείτε λιγάκι;

Είχε κι αυτή κοκκινίσει με τη σειρά της, λες και του πρότεινε κάτι ανάρμοστο.
Αυτός απάντησε απλά:

― Το σκέφτηκα πολλές φορές, δεν νομίζω όμως να είναι και τόσο εύκολο.
― Και γιατί;
Ο Ντυρουά έβαλε τα γέλια:
― Γιατί φοβάμαι μην φανώ γελοίος.
Η Μαντλέν ανασήκωσε τους ώμους:
― Μα τι λέτε, κάθε άλλο. Όλοι αυτό κάνουν και κανείς δεν τους παίρνει στο ψιλό. Χωρίστε τ' όνομά σας στα δυο: Ντυ Ρουά. Θα είναι ό,τι πρέπει.
Της απάντησε αμέσως, σαν άνθρωπος που έχει μελετήσει κατά βάθος το ζήτημα.

[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου