Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Samuel Barclay Beckett, 1906 – 1989

Μπορεί να ήταν ένας αινιγματικός ερημίτης, όπως τον χαρακτηρίζουν κάποιοι, το έργο του πάντως «είχε τουλάχιστον τη δύναμη να πληγώσει» - όπως ο ίδιος έλεγε. Να «πληγώσει», να ενοχλήσει την αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας, που τον κυνήγησε.

Θεωρήθηκε από τους πλέον σκοτεινούς κι όμως ήταν από τους πλέον διαυγείς. Είχε τη φήμη απόμακρου, κι όμως ήταν κοινωνικότατος. O Σάμουελ Μπέκετ υπήρξε για κάποιους ανατόμος της απόγνωσης, για άλλους ο ιχνηλάτης του κενού.

Η ομορφιά των κειμένων του βασίζεται στο ότι αντιμετωπίζει με το πιο λιτό, ακραίο χιούμορ τα σοβαρότερα πράγματα και με την πλέον αριστοκρατική σοβαρότητα τις πιο αστείες καταστάσεις. Το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι μαζί με το «Τέλος του Παιχνιδιού» και τις «Ευτυχισμένες μέρες» τα αριστουργήματα του Μπέκετ. Το όνομα του τίτλου ο «Γκοντό» καθιερώθηκε - και σε μερικά λεξικά - ως σύμβολο του αιωνίως απόντος αλλά και αιωνίως αναμενόμενου προσώπου. Μια μεταφορά της απελπισμένης, μάταιης αναμονής ή αναβλητικότητας.

Σάμουελ Μπέκετ

Ενας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, που το έργο του συνδέθηκε με την εμφάνιση του Θεάτρου του Παραλόγου.

O Μπέκετ γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1906 (πέθανε τον Δεκέμβρη του 1989), και, όπως και ο Μπέρναρ Σω και ο Οσκαρ Ουάιλντ, προερχόταν από προτεσταντική ιρλανδική οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, η βαθιά υπαρξιακή αγωνία που αποτελεί το κλειδί στο έργο του Μπέκετ θα πρέπει μάλλον να πηγάζει από επίπεδα της προσωπικότητάς του πολύ περισσότερο από την κοινωνική επιφάνεια μέσα στην οποία μεγάλωσε.

Το συγγραφικό έργο του Σάμουελ Μπέκετ, ένα έργο ιδιαίτερα πλούσιο που υπηρετεί την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, αποτελείται από ποιήματα, πεζά (διηγήματα και μυθιστορήματα) και θεατρικά έργα, τα σημαντικότερα από τα οποία γράφτηκαν στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60. Μεταξύ αυτών τα θεατρικά «Ελευθερία», «Περιμένοντας τον Γκοντό» και «Το τέλος του Παιχνιδιού» και τα μυθιστορήματα «Μολόυ», «Ο Μαλόουν πεθαίνει», ο «Ακατονόμαστος» και το «Πώς είναι» που γράφτηκαν στα γαλλικά.

Ιδιαίτερα τα θεατρικά του, που από τη δεκαετία του ΄50 συνδέθηκαν με το Θέατρο του Παραλόγου, έδωσαν στον Μπέκετ παγκόσμια φήμη κι ένα Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1969. Η επιτυχία τού άνοιξε τις πόρτες για να διδάξει στη Γαλλία, στην Εκόλ Νορμάλ, όπου έφθασε το 1928, εγκαινιάζοντας τη μακρόχρονη σχέση του με το Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Τζόις και γρήγορα έγινε μέλος του στενού κύκλου του μεγάλου συγγραφέα, ενώ η επίδρασή του, όπως σημειώνουν πολλοί, στάθηκε σημαντική για τον Μπέκετ.

Σε μια συνέντευξή του πάντως στους «New York Times», ο Μπέκετ δήλωσε ότι ο Τζόις έγραφε από «παντογνωσία», από «παντοδυναμία», σαν να ήταν θεός, ενώ ο ίδιος έγραφε από άγνοια και ανημπόρια. Υποστήριζε ότι δεν είχε «τίποτε να εκφράσει για οτιδήποτε ή προς οποιονδήποτε, πέραν της υποχρέωσης να εκφραστεί». Αν όμως δεν είχε τίποτα να πει δε θα υπήρχε ο μεγάλος θησαυρός του έργου του.

Αλλη σημαντική επιρροή μετά την Ιρλανδία και τον Τζόις ήταν ο Προυστ, για το έργο του οποίου ο Μπέκετ έγραψε και ένα δοκίμιο το 1931. Η Ιρλανδία υπήρξε ανέκαθεν πρότυπο και μέτρο για το έργο του Μπέκετ. Οι θρήνοι του, οι ρυθμοί του, οι ύβρεις και οι κατάρες του μοιάζουν απόλυτα ιρλανδικές. Εκείνο που θεωρούσε εχθρικό στη γενέτειρά του ήταν η αδιαλλαξία και στενομυαλιά της καθολικής ιεραρχίας. Σε αντίποινα, εκείνοι τον καταδίκασαν ως «βλάσφημο».

Με ενεργό δράση στην Αντίσταση

Ο Μπέκετ, έχοντας ενεργό δράση όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, πήγε στο Παρίσι και μετά την ήττα του γαλλικού στρατού πέρασε στην Αντίσταση, διαφεύγοντας κάποια στιγμή τη σύλληψη, οπότε και κατέφυγε στην ελεύθερη ζώνη με την Ισπανία, όπου δούλευε στα χωράφια. Οταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Μπέκετ βρισκόταν σε δημιουργική άνθηση αλλά σε άθλια οικονομική κατάσταση. Ενώ αυτός ήταν βυθισμένος στο λαβύρινθο της έμπνευσής του, η Σουζάν, η σύντροφός του, έραβε και μπάλωνε ρούχα και παρέδιδε μαθήματα πιάνου, για να μπορέσουν να ζήσουν. Κι όταν η τριλογία τελείωσε, εκείνη ήταν που έτρεχε στους εκδότες, βρίσκοντας συνήθως τις πόρτες κλειστές, ενώ ο Μπέκετ καθόταν και περίμενε στο καφενείο.

Αμείλικτη κριτική

Στο συγκλονιστικό έργο του, το «Τέλος του Παιχνιδιού», ο Μπέκετ, για μια ακόμη φορά μας προσκαλεί στη συνεστίαση αφέντη και σκλάβου. Ο Χαμ καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα και τυφλός, ο Κλοβ ανίκανος να σταθεί σ΄ ένα μέρος, η σχέση τους διάτρητη, αλλά η προοπτική απαλλαγής ισχνή. Η οδύνη και η ματαιότητα της οδύνης έχουν συνοψιστεί σε 90 συγκλονιστικά λεπτά. Γράφτηκε το 1956 στα γαλλικά, και παρότι το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία, παρά και τις βολές που δέχτηκε, το «Τέλος του Παιχνιδιού» απορρίφθηκε από αρκετά θέατρα. Τελικά, το έργο ανέβηκε στη Γαλλία. Ωστόσο, η μετάφρασή του στα αγγλικά ήταν τρομερά δύσκολη, καθώς ο ίδιος πίστευε ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα, ότι οι ρυθμοί και η οξύτητα θα χαθούν. Οι κακίες που ακούστηκαν από Αγγλους κριτικούς ήταν βάναυσες. Το έργο θεωρήθηκε «νευρωτικό, διαποτισμένο με απόγνωση και οργή, ένας σωρός από λέξεις χωρίς δραματουργικό περιεχόμενο, γραμμένες από έναν μαζοχιστή συγγραφέα εθισμένο στην ίδια την κενότητά του».

Στις «Ευτυχισμένες Μέρες», η ηρωίδα του Μπέκετ είναι το δραματικό πρόσωπο που κατορθώνει να δαμάσει τη μελαγχολία και να διασκεδάσει τη φθορά, χάρη σε μια σοφή και λυτρωτική αισιοδοξία. Είναι μια φιγούρα μέσα από την οποία ο Μπέκετ αναζητά το νόημα της ύπαρξης, ψηλαφώντας τις τεταμένες σχέσεις που δένουν τα πρόσωπα μεταξύ τους και τον καθένα με το σύμπαν, με το παρελθόν και το παρόν. Μέσα από το κωμικοτραγικό Μπεκετικό σύμπαν των «Ευτυχισμένων Ημερών» αναδύονται δύο χαρακτήρες: Η Γουίνυ, μια γυναίκα γύρω στα πενήντα και ο Γουίλυ, ένας άνδρας γύρω στα εξήντα. Στην πρώτη πράξη, η Γουίνυ, θαμμένη μέχρι τη μέση σε ένα λοφάκι, μπορεί να μεταχειριστεί ακόμη τα χέρια της και κάποια αντικείμενά της - μια οδοντόβουρτσα, ένα μικρό καθρεφτάκι - περίστροφο, ένα μαντήλι και τα γυαλιά της. Στη δεύτερη πράξη, η Γουίνυ είναι θαμμένη μέχρι το λαιμό και μπορεί να κινεί μόνο τα μάτια της. Ο Γουίλυ ζει και κινείται με τα τέσσερα γύρω από το λοφάκι και εμφανίζεται που και που, απαντώντας σπάνια στο μακρύ μονόλογο της Γουίνυ. Η παρουσία του είναι πηγή παρηγοριάς και αισιοδοξίας για την Γουίνυ.

Βραβείο Νόμπελ

Το 1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Τύνιδα με τη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Σάμιουελ Μπέκετ για τους «νέους τρόπους έκφρασης που έχει εισαγάγει στην πεζογραφία και το δράμα». Στην τελετή της απονομής ο εκπρόσωπος της Σουηδικής Ακαδημίας τόνισε στο λόγο του «τη βαθιά αίσθηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας» που αναδύθηκε μέσα από το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα: «Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους»

Η Σουζάν πέθανε στις 17 Ιουλίου 1989, ενώ ο Μπέκετ πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Έπασχε από εμφύσημα και πιθανότατα από τη νόσο του Πάρκινσον.

«Spend the years of learning squandering
Courage for the years of wandering
Through a world politely turning
From the loutishness of learning»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου