Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


O Λόπε και η ποιητική της Νέας Τέχνης για την κωμωδία

Ο Λόπε (Lope de Vega, 1562-1635) είναι ίσως ο παραγωγικότερος συγγραφέας της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι έγραψε 1500 έργα, ωστόσο σώζονται περί τα 500 κείμενά του, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο με θέματα κάθε είδους: θρησκευτικά, ιστορικά, ποιμενικά, κοινωνικά.

Στα έργα του καταγράφεται μια εξιδανικευμένη χριστιανική, καθαρά Καθολική, κοινωνία, σταθερά χωρισμένη σε τρεις τάξεις: τους βασιλείς, τους ευγενείς και τους λαϊκούς (συνήθως αγρότες, ανθρώπους της φύσης). Μια γόνιμη πηγή κωμικών καταστάσεων του Lope de Vega είναι η αντίθεση ανάμεσα στη φαύλη πόλη (όπου ζουν οι περισσότεροι θεατές των έργων του) και στην ενάρετη και αθώα ύπαιθρο.

Θεωρείται ο δημιουργός της comedia ή του νέου δράματος του ισπανικού Χρυσού Αιώνα και θεμελιωτής του εμπορικού θεάτρου στη χώρα του. Το 1609 δημοσιεύτηκε η πραγματεία του που απευθύνεται, ως απάντηση, στην αίτηση προς τον δημοφιλέστατο δραματουργό από την Ακαδημία της Μαδρίτης (καθώς ήταν το «πρότυπο της ισπανικής διάνοιας» για τους σύγχρονούς του) να καταγράψει τις αρχές με βάση τις οποίες θα πρέπει να γράφονται οι κωμωδίες στην εποχή του.

Η πραγματεία αυτή περί ποιήσεως φέρει τον τίτλο Νέα τέχνη για κωμωδίες (Arte Nuevo de hacer comedias en este tiempo), όπου υπερασπιζόταν τα έργα του εύστροφα μάλλον παρά ουσιαστικά. 

Ως προς τα θέματα που θίγονται χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στην παράδοση, από την αρχαιότερη έως και την πιο πρόσφατη, κυρίως στις αρχές περί της συγγραφής δράματος του Αριστοτέλη και γενικότερα στην προγενέστερη θεατρική παράδοση. Στο κείμενο σκιαγραφείται αναλυτικά ο νέος χαρακτήρας της ισπανικής κωμωδίας του Lope de Vega, καθώς και η διάρρηξη των δεσμών με την παράδοση. Αξιοπρόσεκτα είναι τα σημεία τα οποία παρουσιάζουν τις αρχές σεβασμού απέναντι στην αισθητική και στις προσδοκίες του κοινού.

Τέλος, δίνει σαφέστατες οδηγίες για τη δομή, την υπόθεση, τη διαδοχή των σκηνών και την αποκάλυψη κάθε φορά των στοιχείων εκείνων που ο δραματουργός κρίνει σκόπιμα για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος του απλού θεατή, χωρίς όμως να αποκαλύπτει τη λύση της υπόθεσης, για το πώς πρέπει να αναπαρίσταται το κείμενο και ποιες αρετές πρέπει να έχει ή τι να αποφεύγει σε σχέση με τη γλώσσα, το ύφος, τo ήθος, ακόμα και τα ρούχα κάθε χαρακτήρα, ώστε να υπηρετείται η αρχή της αληθοφάνειας, προσφέροντας τέρψη στο κοινό. Σκοπός είναι να ικανοποιηθεί ο μη μορφωμένος θεατής, ώστε να κερδίσει την αποδοχή και να γίνει δημοφιλής ο συγγραφέας.

Από την αρχή της πραγματείας του κάνει διάκριση μεταξύ των κωμωδιών που ακολουθούν τους κανόνες της Τέχνης, όπως διατυπώθηκαν στην Αρχαιότητα από τον Αριστοτέλη και παρέμειναν για πολλούς αιώνες το σημείο αναφοράς των σημαντικότερων δραματουργών, και των κωμωδιών που αγνόησαν αυτούς τους κανόνες, γιατί άμεσος στόχος τους ήταν να προκαλέσουν το γέλιο και να διασκεδάσουν με τα χοντροκομμένα αστεία τους τούς ανθρώπους του λαού, δηλαδή τους μη μορφωμένους, μη γνώστες των κανόνων για τη συγγραφή και την παράσταση κωμωδίας με τεχνική αρτιότητα και υψηλές προδιαγραφές, οι οποίοι ασφαλώς δε θα μπορούσαν να εκτιμήσουν ούτε να απολαύσουν ένα τέτοιο έργο.

Τοποθετεί τον εαυτό του σε μια ενδιάμεση κατάσταση, καθώς παραδέχεται ότι έχει γράψει τις περισσότερες κωμωδίες του παραβλέποντας τους κανόνες, όχι επειδή τους αγνοούσε (κάθε άλλο, είχε μάλιστα φροντίσει, ήδη από τη νεαρή του ηλικία, να εντρυφήσει σε αυτούς και να διαβάσει όποιο βιβλίο υπήρχε γι’ αυτό το θέμα) αλλά γιατί αντιλαμβανόταν ότι μια τέτοια κωμωδία δε θα συγκινούσε το κοινό που είχε συνηθίσει να γελά με χοντροκοπιές. Αν, επομένως, οι θεατές δεν έμεναν ικανοποιημένοι, ο συγγραφέας δε θα αποκτούσε φήμη και δόξα.

Ενδιαφέρων είναι ο δήθεν απολογητικός του τόνος ότι κάθε φορά που προσπαθεί να γράψει κάτι διαφορετικό από αυτό που εύκολα τέρπει το πολυπληθές απαίδευτο κοινό ακολουθώντας τους κανόνες της Τέχνης, προσκρούει στη δύναμη της συνήθειας, στις συμβατικότητες που απαιτούν ο ταπεινός λαός και οι γυναίκες.

Σε αυτό το σημείο γίνεται φανερό το ενδιαφέρον του για την ικανοποίηση των προσδοκιών του κοινού, γιατί, όπως αναφέρει, «μόνο τούτοι δύνανται να κρίνουν αυτή τη δύσκολη δουλειά» (Λόπε, 93), για αυτό απαρνείται, τελικά, τους κανόνες και τους «κλειδομανταλώνει με έξη κλειδιά» (Λόπε, 94).

Η κωμωδία ανάμεσα στο αρχαίο πρότυπο και το λαϊκό κοινό

Ο Lope de Vega αρνείται, λοιπόν, τις επιταγές της παράδοσης, τις αρχές του Πλαύτου και του Τερέντιου και, όπως τονίζει, γράφει «με την τέχνη που ανακάλυψαν όσοι αποζητούν τα παλαμάκια του κοσμάκη γιατί πρέπον είναι και σωστό να μιλάς χαζά, για να χαρεί ο λαός που δίνει τον παρά» (Λόπε, 94). Από την άλλη πλευρά, δεν παραλείπει να καταγράψει τα χαρακτηριστικά της αληθινής κωμωδίας που, όπως αναφέρει, «έχει σκοπό ορισμένο, καθώς το κάθε έπος ή ποίημα και τούτος είναι να μιμηθεί τις πράξεις των ανθρώπων και να παραστήσει τις συνήθειες του αιώνα, κι όποια τέτοια μίμηση για να γίνει, τρία πράγματα χρειάζεται και τούτα είναι:

Διαλεκτική, στίχος γλυκός, αρμονία, μ’ άλλα λόγια μουσική· πράμα που το έχει η τραγωδία με μόνη τη διαφορά ότι: του λαού τα ταπεινά καμώματα μιμείται η κωμωδία και τις υψηλές πράξεις βασιλιάδων παρασταίνει η τραγωδία» (Λόπε, 94).

Είναι εμφανής η αναφορά στον ορισμό του δράματος από τον Αριστοτέλη στο έργο του Περί Ποιητικής.

Η κωμωδία πρέπει να είναι γραμμένη σε έμμετρο λόγο και να περιέχει διαλόγους μεταξύ των ηθοποιών, ενώ είναι αναγκαίο να έχει αρμονία, δηλαδή ρυθμό (αναφορά στην αρχαία παράδοση).

Διαπιστώνει αλλαγές και αποκλίσεις από τον κανόνα και στην περίπτωση του έργου του Lope de Rueda, του οποίου οι κωμωδίες χαρακτηρίζονται «φθηνές», καθώς είναι τυπωμένες σε πεζό και όχι σε έμμετρο λόγο, όπως θα έπρεπε.

Σε αυτό το σημείο, αφού τοποθετήσει τον εαυτό του και το έργο του στο μέσον αυτών των δύο δρόμων, στη μέση οδό, θα αναφερθεί στο πώς αυτός κρίνει ότι θα έπρεπε να είναι συγκροτημένο το είδος της κωμωδίας του καιρού του, ακολουθώντας και αυτό τη μέση οδό, ανάμεσα στο αρχαίο πρότυπο και στο φθηνό, εμπορικό θέαμα για το λαϊκό κοινό (Λόπε, 93-94).

Βασικά σημεία της απόκλισής του από τους κανόνες είναι τα εξής:

• Ο δραματουργός έχει τη δυνατότητα να διαλέξει ως θέμα της κωμωδίας του ακόμα και έναν βασιλιά,
παρά τη δυσαρέσκεια που αυτή η επιλογή μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον εστεμμένο: όπως στον
βασιλιά Φίλιππο της Ισπανίας του οποίου η αντίδραση θα μπορούσε να ερμηνευθεί με δύο τρόπους,
δηλαδή «ή ότι η κωμωδία ήταν αντίθετη στην Τέχνη, ή ότι των αφεντάδων δεν πρέπει να την παρασταίνουμε στης πλέμπας την ταπεινοσύνη» (Λόπε, 96-97).

• «Τραγικό και κωμικό μπερδεμένα κι ο Τερέντιος με το Σενέκα αντάμα» (Λόπε, 97) συστήνει ο Lope,
γιατί η ποικιλία και όχι η μονοτονία ενός αποκλειστικά είδους ευχαριστεί το κοινό: και εδώ φαίνεται
ο σεβασμός του Lope απέναντι στις προσδοκίες του κοινού.

• Η υπόθεση να χωρίζεται σε τρεις πράξεις και να είναι γραμμένη σε πεζό λόγο (όχι πια σε έμμετρο,
όπως ζητούσε η παράδοση).

• Όμως η λύση πρέπει να προφυλαχθεί πολύ προσεκτικά από τον συγγραφέα και να μην αποκαλυφθεί παρά μόλις στο τέλος, αφού, δηλαδή, το σασπένς θα έχει κορυφώσει την αγωνία των θεατών και με την αποκάλυψη της λύσης θα έχει φτάσει στο αποκορύφωμα και η τέρψη του κοινού. Για μια ακόμη φορά γίνεται αναφορά στις προσδοκίες του θεατή, του οποίου τη συμπεριφορά σατιρίζει και ταυτόχρονα καυτηριάζει ο Lope, όταν γράφει: «Όμως τη λύση μην τη δώσετε παρά στην τελευταία εικόνα. Γιατί σαν ξέρει ο αμάθητος το τέλος, κατά την πόρτα στρέφει το πρόσωπο και δείχνει τη ράχη του σ’ εκείνον που πάλευε τρεις ώρες αντίκρυ του για να τον ευχαριστήσει, γιατί άλλο ετούτος δεν ήθελε παρά να μάθει τι θ’ απογίνει» (Λόπε, 98).

• Ωστόσο, πρέπει να ακολουθείται όσο το δυνατόν πιστότερα το ύφος που εξασφαλίζει φυσικότητα και αληθοφάνεια, κυρίως όταν μιλά ένα πρόσωπο που προσπαθεί να εξηγήσει, να συμβουλεύσει, να πείσει ή να μεταπείσει, τότε πρέπει ο συγγραφέας να μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του απλού κόσμου.

Μάλιστα επικαλείται την αυθεντία του Αριστείδη για να πείσει γι’ αυτό το επιχείρημα, λέγοντας:
«Παράδειγμα μας έδωσε στη ρητορεία του ο Αριστείδης, καθώς λέει ότι η γλώσσα του κωμικού πρέπει να είναι εύκολη και ξεκάθαρη· κι ακόμα προσθέτει ότι πρέπει να την παίρνουμε από του κοσμάκη
το στόμα, προσέχοντας ό,τι είναι πολιτικά, να τα κάνουμε σπουδαία, μεγαλόστομα, περισπούδαστα,
κουδουνιστά» (Λόπε, 99). Οι συστάσεις που αφορούν τη γλώσσα και το ύφος σχετίζονται με τη λειτουργικότητα του κειμένου απέναντι στις ερμηνευτικές απαιτήσεις των παραστάσεων.

• Επιμένει στο θέμα της γλώσσας και του ύφους. Η γλώσσα δεν πρέπει να είναι διανθισμένη με περίτεχνες εκφράσεις ούτε με λόγια από τις γραφές, γιατί αυτό θα διατάρασσε τη φυσικότητα των προσώπων και των λόγων τους και, ως εκ τούτου, και την αληθοφάνεια του έργου. Το ύφος πρέπει και είναι ανάλογο προς το αξίωμα, την ηλικία ή τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων «Αν μιλάει βασιλιάς, παραστήσετε όσο γίνεται τη βασιλική σοβαρότητα, αν γέροντας φροντίστε τα λόγια του να’ χουνε σύνεση και μετριοπάθεια. Περιγράφετε τους εραστές με τρυφερές εκφράσεις, γιατί συγκινούν στον υπέρτατο βαθμό αυτούς που τις ακούνε. Τους μονολόγους γράφετε με τέτοιον τρόπο, ώστε την κάθε στιγμή να μεταμορφώνεται ο αφηγητής, έτσι που με τούτη την αλλαγή ν’ αλλάζει διάθεση και ο ακροατής» (Λόπε, 93). Επίσης, το ύφος πρέπει να υπηρετεί την αρχή της αληθοφάνειας – θεατρική αρετή που μεγιστοποιεί την αισθητική απόλαυση του κοινού: «Φυλαχτείτε ωστόσο από το απίθανο, γιατί είναι τούτη συμβουλή που απαιτεί αληθοφάνεια: ο λακές να μη μιλάει για πράγματα υψηλά, μήτε γνώμες να λέγονται τέτοιες σαν και αυτές που έχουμε ακούσει σε ξένες κωμωδίες» (Λόπε, 99).

• Δίνει οδηγίες ακόμα και για το μέτρο, το είδος του στίχου καθώς και για τα σχήματα λόγου, ανάλογα
με την περίπτωση, προβάλλοντας ως αρετή τη στιχουργική ποικιλομορφία : «τα δεκάστιχα είναι καλά
για παράπονα, το σονέτο γι’ αυτούς που περιμένουν, οι ερωτικές σχέσεις ζητάνε της ρομάντσας τα
τετράστιχα που με τους οχτασύλλαβους κερδίζουνε πολύ» (Λόπε, 100). Επιστρέφει σε θέματα δομής
της κωμωδίας και συστήνει κάθε πράξη να έχει μόνο 4 σελίδες, καθώς η υπομονή του θεατή δεν θα
άντεχε περισσότερες από δώδεκα σελίδες που συναποτελούν το έργο, δηλαδή τέσσερις σελίδες επί
τρεις πράξεις (Λόπε, 100). Και πάλι φαίνεται η μέριμνα για την ικανοποίηση του κοινού.

• Το σατιρικό μέρος πρέπει να είναι συγκαλυμμένο, δηλ. τα αστεία να μην είναι φανερά (καθώς για την
απροκάλυπτη και οξεία σάτιρα απαγορεύτηκαν με νόμο οι κωμωδίες στην Ελλάδα και την Ιταλία,
όπως αναφέρει ο Lope de Vega· μια ακόμα αναφορά στην παράδοση). Και η σάτιρα οφείλει να μην
είναι εχθρική ούτε να προσβάλλει, γιατί τότε δεν ευχαριστιέται ο θεατής και δεν πρόκειται ο συγγραφέας να εισπράξει την επιδοκιμασία του κοινού (Λόπε, 100-101).

• Τέλος, αναφέρεται στη σκηνογραφία με τα ζωγραφιστά τελάρα που αποτυπώνουν με πειστικότητα τους τόπους όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και στη σχετική ελευθερία χρήσης κοστουμιών, χωρίς να ακολουθούνται κατά γράμμα οι απαιτήσεις της υπόθεσης: «Μπορεί ο Τούρκος να βγει με χριστιανού γιακά, κι ο Ρωμαίος, αντίς γι’ άλλα σκουτιά, μ’ ανασηκωτά βρακιά» (Λόπε, 101).

Κλείνοντας την πραγματεία του κάνει απολογισμό του δικού του έργου και αυτοσαρκάζεται που τολμά να δίνει συμβουλές, παραβαίνοντας τους κανόνες της Τέχνης: «Όμως πιότερο απ’ όλους βάρβαρος εγώ που αντίθετα στην Τέχνη τολμώ να δίνω συμβουλές κι αφήνω των άξεστων το ρέμμα να με σέρνει για αν με λεν αμόρφωτο σ’ Ιταλία και Γαλλία» (Λόπε, 101). Δικαιολογεί τον εαυτό του ωστόσο, γιατί είναι πολυγραφότατος («αφού έχω κιόλας γραμμένες, με μια που αυτή την εβδομάδα τέλεψα, τετρακόσιες ογδόντα τρεις κωμωδίες;») και δηλώνει ότι όλες οι κωμωδίες τους, εκτός από έξι, αντιβαίνουν προς τους κανόνες της Τέχνης, αφού «έχουνε βαριά στην Τέχνη αμαρτήσει» (Λόπε, 101). Με απόλυτη συνείδηση των παραβιάσεων των αριστοτελικών κανόνων υποστηρίζει το “αντικανονικό” έργο του, ομολογώντας πως αν έπραττε διαφορετικά οι κωμωδίες του, «δεν ήθελε ν’ αρέσουν στο λαό». (Λόπε, 101)

Συνοψίζει τα βασικά στοιχεία του είδους της νέας κωμωδίας, τα πρόσωπα, το ύφος που ταιριάζει στους χαρακτήρες και την ανάμειξη αστείων και σοβαρών στοιχείων, όπως το απαιτούν οι νέοι καιροί, αποκλίνοντας από τις νόρμες της παράδοσης: «Γιατ’ είναι η κωμωδία, ο καθρέπτης της ανθρώπινης ζωής˙ […] γιατί εκτός από το λεπτό πνεύμα και τον πεταχτό λόγο, από αυτήν ακόμη και το γνησιότερο είδος ευγλωττίας γυρεύεις˙ τι βαρυσήμαντα ανάμεσα στα σκέρτσα απαντούν κάτι, εδώ κι εκεί ανάμιχτα με ευχάριστα αστεία, σοβαρά· πόσον είναι κατεργάρηδες οι δούλοι και πόσον άτιμη πάντα, γεμάτη και με απάτη και με κάθε είδος πονηριά, η γυναίκα· πόσον αξιολύπητος, κακότυχος, κουτός και αδέξιος ο ερωμένος· πόσο με βία πάνε μπροστά, όσα νομίζεις πως αρχίσανε καλά» (Λόπε, 101).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου