Μαζί με τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ και τον Εμίλ Μπερνάρ υπήρξε θεμελιωτής μιας πραγματικά νέας αντίληψης για τη ζωγραφική, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις εξελίξεις στην τέχνη του 20ου αιώνα, με την απόρριψη της πιστής αντιγραφής της πραγματικότητας και την υιοθέτηση μιας αντιληπτικής μεθόδου της ζωγραφικής απεικόνισης.
Γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1848 στο Παρίσι, από πατέρα γάλλο, τον δημοσιογράφο Κλοβίς Γκογκέν, και μητέρα μισή γαλλίδα και μισή περουβιανή κρεολή, την Αλίν Σαζάλ. Μετά το πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ’, η οικογένεια Γκογκέν εγκαταστάθηκε το 1851 στη Λίμα του Περού και τέσσερα χρόνια αργότερα ο Πολ με τη μητέρα του επέστρεψαν στη Γαλλία.
Σε ηλικία 17 ετών, μπάρκαρε σε καράβια και για έξι χρόνια (1865-1671) γύρισε όλο τον κόσμο, αποκομίζοντας σημαντικές εμπειρίες. Μετά το 1871 έγινε επιτυχημένος χρηματιστής και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Δανέζα Μέτε Σοφία Γκαντ. Την ίδια περίοδο άρχισε να ζωγραφίζει στις ελεύθερες ώρες του και από το 1880 έως το 1886 εξέθετε έργα του σε εκθέσεις ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών.
Το 1883 εγκατέλειψε τη δουλειά του για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Οι οικονομικές συνέπειες της ενέργειάς του αυτής υπήρξαν καταστρεπτικές. Είχε να θρέψει γυναίκα και τέσσερα παιδιά και δεν διέθετε κανένα έσοδο, καθώς κανείς δεν αγόραζε τους πίνακές του. Το 1884 αποφάσισε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, και ο γάμος του διαλύθηκε.
Το 1885 γύρισε στο Παρίσι, αποφασισμένος να θυσιάσει τα πάντα στην καλλιτεχνική αποστολή του. Ο Γκογκέν μοίραζε πια το χρόνο του ανάμεσα στη ζωγραφική και σε διάφορες δουλειές του ποδαριού, όπως σκαφτιάς στη Διώρυγα του Παναμά και τοιχοκολλητής στο Παρίσι.
Το 1886 γνώρισε τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, μια παθιασμένη προσωπικότητα, που είχε τις ίδιες ιδέες με αυτόν για τη ζωγραφική και που προσπάθησε να τον πείσει να τις επεξεργαστούν μαζί. Πράγματι, στα τέλη του 1888 εγκαταστάθηκε κοντά στον Βαν Γκογκ στο Αρλ, αλλά ένας άγριος καυγάς ανάμεσά τους προκάλεσε την πρώτη κρίση τρέλας του Βαν Γκογκ, κατά τη διάρκεια της οποίας έκοψε το αυτί του. Ύστερα από αυτό το επεισόδιο η σχέση των δύο καλλιτεχνών είχε άδοξο τέλος.
Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Γκογκέν είχε επισκεφθεί τη Μαρτινίκα, ένα ταξίδι που του έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψει τα λαμπερά χρώματα και τις αισθησιακές ομορφιές του τροπικού τοπίου και να νιώσει τη γοητεία μιας πρωτόγονης κοινότητας που ζούσε μία φυσική ζωή.
Το 1888 συνάντησε στο Ποντ-Αβέν της Βρετάνης τον Εμίλ Μπερνάρ και μαζί του ανέπτυξε ένα μη νατουραλιστικό ζωγραφικό ύφος, όπου κυριαρχεί η έμφαση στη διακοσμητική γραμμή και η χρήση πλακάτων, ζωηρών χρωμάτων. Το νέο αυτό ύφος, που αντλούσε την έμπνευσή του, ανάμεσα στ’ άλλα, από τις εικονογραφήσεις των παιδικών βιβλίων και τις γιαπωνέζικες στάμπες, ονομάστηκε «Συνθετισμός». Ένα από τα αριστουργήματα της περιόδου του αυτής ήταν ο πίνακας «Όραμα μετά το θείο κήρυγμα ή Η πτώση του Ιακώβ με τον Άγγελο» (1888).
Η εξήγηση της καλλιτεχνικής του στάσης από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του συνοψίζεται στις παρακάτω φράσεις:
«Η πρωτογενής τέχνη είναι προϊόν του πνεύματος και χρησιμοποιεί τη φύση. Η “εκλεπτυσμένη”, όπως τη λένε, τέχνη είναι προϊόν του αισθησιασμού και υπηρετεί τη φύση. Η φύση είναι ο υπηρέτης της πρώτης και ο αφέντης της δεύτερης. Το ανθρώπινο πνεύμα ξεπέφτει, όταν αφήνεται στη λατρεία της. Αυτόν τον δρόμο ακολουθώντας πέσαμε στο φριχτά σφάλμα του νατουραλισμού».
«Η πρωτογενής τέχνη είναι προϊόν του πνεύματος και χρησιμοποιεί τη φύση. Η “εκλεπτυσμένη”, όπως τη λένε, τέχνη είναι προϊόν του αισθησιασμού και υπηρετεί τη φύση. Η φύση είναι ο υπηρέτης της πρώτης και ο αφέντης της δεύτερης. Το ανθρώπινο πνεύμα ξεπέφτει, όταν αφήνεται στη λατρεία της. Αυτόν τον δρόμο ακολουθώντας πέσαμε στο φριχτά σφάλμα του νατουραλισμού».
Το 1891 έφυγε για την Ταϊτή για να μπορέσει «να ξανανιώσει» και να ζωγραφίζει σκηνές ανδρών και γυναικών «στο φυσικό». Με εξαίρεση μία αποτυχημένη απόπειρά του να πουλήσει τους πίνακές του στη Γαλλία (1893-1855), θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο Νότιο Ειρηνικό. Το 1891 θα παντρευτεί τη 13χρονη Τεχαμάνα, ένας γάμος που θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και θα διαλυθεί δύο χρόνια αργότερα.
Από το 1899 ο Πολ Γκογκέν ήταν συνεχώς άρρωστος και η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Στις 8 Μαΐου 1903 πέθανε πάμπτωχος στην Ατουάνα των Νήσων Μαρκέζας, σε ηλικία 54 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου