Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Edgar Allan Poe


Όπως έγραψε σε ένα άρθρο του στο Southern Literary Messenger, μετά τον θάνατο του Πόε, ο Τζον Μ. Ντάνιελ, «…ο Πόε αδιάφορος για τις κοινωνικές συμβάσεις ή για τη δέουσα συμπεριφορά σε μια πολιτισμένη κοινωνία, έλεγε ό,τι ήθελε και έκανε ό,τι επιθυμούσε. Αδυνατούσε να ελέγξει και το ποτό και τις απόψεις του. Ήταν υπόδουλος του αλκοόλ και εκτόξευε επικρίσεις χωρίς να τον νοιάζει τι σκέφτονταν οι άλλοι. Ήταν κοινωνικά απόβλητος, ένας Ισμαηλίτης, ένας διεστραμμένος που πήγαινε προς τη μία πλευρά όταν όλοι οι άλλοι κατευθύνονταν προς την αντίθετη». Παρά την περιγραφή του Πόε ως ανθρώπου ανήθικου, άξεστου και αναίσθητου ο Ντάνιελ επαινούσε τη λογοτεχνική του πρωτοτυπία.

Το άρθρο αυτό, κατά τα 2/3 του, ήταν το περιεχόμενο ενός δοκίμιου που έγραψε το 1852 ο Σαρλ Μποντλέρ, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση. Ο Μποντλέρ, ως το 1867, δημοσίευσε 5 τόμους με αφηγήματα του Πόε. Ωστόσο, τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά μόλις το 1889 από τον Στεφάν Μαλαρμέ.

Ο Μποντλέρ κι ο Μαλαρμέ, «ευθύνονται» για τη μεγάλη διάδοση των έργων του Πόε σε όλη την Ευρώπη. Ο Γκι ντε Μοπασάν, τελειοποίησε τα έργα του, διαβάζοντας τα έργα του Πόε. Ο Ιούλιος Βερν έγραψε τη «Σφίγγα των Πάγων» ως συνέχεια του έργου του Πόε «Η Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ» και μάλιστα αφιέρωσε το έργο αυτό, στη μνήμη του Αμερικανού λογοτέχνη.

Το 1895, ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Κονσταντίν Μπαλμόντ, μετέφρασε στα ρωσικά τα διηγήματα του Πόε, ενώ αργότερα μετέφρασε και τα ποιήματά του.

Η χορωδιακή συμφωνία του Ραχμάνινοφ «Οι Καμπάνες» βασίζεται στη μετάφραση του ομότιτλου ποιήματος του Πόε από τον Μπάλμοντ.

Ο Κροάτης συγγραφέας Άντουν Γκούσταβ Μάτος, ταύτιζε τον εαυτό του με τον Πόε. Σε ένα μάλιστα έργο του, χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Σαλταπήδας», που είναι το όνομα ενός ήρωα του Πόε.

Αλλά και ο μεγάλος Χόρχε Λούις Μπόρχες επηρεάστηκε από τον Πόε. Επίσης, ο Νικαραγουανός ποιητής Ρουμπέν Νταρίο ταυτίστηκε με τον Πόε και χρησιμοποίησε πολλά στοιχεία από τα έργα του.

Η επίδραση του Πόε στη ζωγραφική και τον κινηματογράφο

Και σημαντικοί ζωγράφοι όμως επηρεάστηκαν από τον Πόε. Το 1875, ο Μανέ εικονογράφησε το Corbeau, ένα βιβλίο με τη γαλλική μετάφραση από τον Μαλαρμέ, του ποιήματος «Το Κοράκι».

Ο Γκογκέν στη «Γυναίκα με το Λουλούδι», ο Ντελακρουά, ο Μαξ Έρνστ στα κολάζ και τη ζωγραφική, ο Νταλί, ο Μαγκρίτ, ο Μάδεργουελ και πολλοί ακόμα ζωγράφοι, επηρεάστηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τον Πόε.

Στον κινηματογράφο, πρώτος ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ ασχολήθηκε με τον Πόε. Το 1909, σκηνοθέτησε το «Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ένα σύντομο βιογραφικό ντοκιμαντέρ που ενσωματώνει στοιχεία από το «Κοράκι» και άλλα έργα. Το 1914, ο Γκρίφιθ σκηνοθέτησε την ταινία «The Avenging Conscience” («Η Συνείδηση-Τιμωρός»), βασισμένη στο διήγημα του Πόε «Μαρτυριάρα Καρδιά».

Σε πολλές ταινίες του, ο Φεντερίκο Φελίνι έχει επηρεαστεί από τα χιουμοριστικά αφηγήματα του Πόε. Οι Γάλλοι σκηνοθέτες του «νέου κύματος», έχουν επίσης εμπνευστεί από αυτόν. Το «Οβάλ Πορτρέτο», ενέπνευσε τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ στην ταινία «Vivre sa Vie” (1962) («Ζούσε τη Ζωή της»).

Κλασικές ωστόσο είναι οι ταινίες του Ρότζερ Κόρμαν, βασισμένες σε διασκευές έργων του Πόε, οι οποίες γυρίστηκαν την δεκαετία του 1960 και είχαν βασικό πρωταγωνιστεί τον Πίτερ Κάσινγκ. Έχουν χαρακτηριστεί ευτελείς, b- moovies κλπ., ωστόσο παρόλο τον χαμηλό προϋπολογισμό τους, χάρη κυρίως στην υποβλητική τους ατμόσφαιρα, άφησαν εποχή και δημιούργησαν μια νέα γενιά θαυμαστών του Ε.Α. Πόε…

Μία νύχτα του 1844-5 γράφει το «Το Κοράκι»  και το 1845 το δημοσιεύει στην εφημερίδα του. Το έργο ανατυπώνεται πολλές φορές.

Το Κοράκι

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.
"Κανένας ξένος", σκέφτηκα "οπού χτυπά τη πόρτα,
 τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο".

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: "Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι".

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
"Κύριε" είπα, "ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα"
κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι "Ελεονόρα" μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
"Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά
και θα το λύσω θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.

'Ανοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.
"Χωρίς λοφίο", ρώτησα, "κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!"
Και το κοράκι απάντησε: "Ποτέ από 'δω και πια".

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
"Ποτέ πια".

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: "Ποτέ πια", γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
"Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωΐ κι εσύ θε να μου φύγεις".
 Μα το πουλί απάντησε: "Ποτέ από δω και πια".

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
"Σίγουρα" σκέφτηκα, "αυτό που λέει και ξαναλέει
θα είναι ό,τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει
λυπητερά το "Ποτέ πια" για τη χαμένη ελπίδα".

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
"Ποτέ Πια!".

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάϊδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
"Ναυαγισμένε" φώναξα, "αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε". Και το Κοράκι είπε:
"Ποτέ από δω και πια!".

Είπα: "Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!", μα κείνο απάντησε:
"Ποτέ από δω και πια!".

"Προφήτη", είπα, "δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα";
Και το κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

"Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις",
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
"Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!"
Και το Κοράκι απάντησε:
 "Ποτέ από δω και πια!".

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκια στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου