Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Φιλελευθερισμός και δημοκρατία

Φιλελευθερισμός και αντιπροσωπευτική δημοκρατία συμπορεύτηκαν και συναρθρώθηκαν στη μορφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι άρχισε να μορφοποιείται στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη σύσταση του ομοσπονδιακού κράτους των Ηνωμένων Πολιτειών, και να αναπτύσσεται σταδιακά κατά τον 19ο αιώνα, ενώ είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι χρειάστηκε να εισέλθουμε και στον 20ό αιώνα για να αποκρυσταλλωθεί στην εντελή εκδοχή της.

Αυτή η σχέση, ωστόσο, υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πολυκύμαντη, δυναμική και διφορούμενη. Δεν είναι σχέση ούτε λογικής αναγκαιότητας ούτε ιστορικής νομοτέλειας. Μάλιστα, διαφορετικές παραλλαγές του φιλελευθερισμού κρατούν ουσιωδώς διαφορετική στάση προς τη δημοκρατία. 

H δημοκρατία είτε στην άμεση είτε στην αντιπροσωπευτική εκδοχή της δεν απαιτείται να είναι φιλελεύθερη. Εφόσον ικανοποιούνται βασικές δημοκρατικές αρχές –λαϊκή κυριαρχία, ισότητα, αρχή της πλειοψηφίας–, υφίσταται ένα πολίτευμα που είναι δημοκρατικό, αλλά όχι και φιλελεύθερο, στην περίπτωση που οι ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα είναι περιορισμένα και δεν ικανοποιούνται βασικές αρχές του Συνταγματισμού. 

H αρχαία ελληνική δημοκρατία δεν ήταν φιλελεύθερη, εφόσον η ελευθερία κατανοούνταν κατά βάση ως συλλογική και όχι ατομική, και βεβαίως δεν υφίσταντο ατομικά δικαιώματα και κράτος δικαίου με τη σύγχρονη έννοια. Η απόλαυση της ελευθερίας συνίσταται λοιπόν στην αυτονομία, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια αρχή υπερκείμενη των συνερχόμενων σε κυρίαρχο σώμα πολιτών (Εκκλησία του Δήμου), οι οποίοι διαβουλεύονται και συναποφασίζουν για τις δημόσιες υποθέσεις, ψηφίζοντας νόμους στους οποίους οι ίδιοι υπόκεινται. Ο κάθε πολίτης, ενώ δύναται να εκφράσει ελεύθερα
και ισότιμα τη γνώμη του (ισηγορία), όπως επίσης και να αναλάβει δημόσια αξιώματα, δεν τυγχάνει θεσμικής προστασίας, στην περίπτωση που έρθει σε αντίθεση με τους κοινούς τόπους και τα κοινά ήθη της πόλης, προς τα οποία αναμένεται να συμμορφώνεται. Μια τέτοια αντιπαράθεση μπορεί να αποδειχθεί ακόμη και εξοντωτική για το άτομο. Αυτό εκδηλώνεται με την πρακτική του οστρακισμού, αλλά και με τη λειτουργία των δικαστηρίων, πολλές αποφάσεις των οποίων για έναν φιλελεύθερο θα ήταν απλώς αυθαίρετες.

Γενικά, από φιλελεύθερη σκοπιά, η αρχαία δημοκρατία κρίνεται χαρακτηριστικά μη ανεκτική και μη φιλελεύθερη.

Αλλά και, κατά τη νεωτερική εποχή, υπάρχουν συλλήψεις της δημοκρατίας οι οποίες είναι αντιφιλελεύθερες, όπως αυτή του Jean-Jacques Rousseau, ο οποίος στο Κοινωνικό Συμβόλαιο υποστηρίζει μια δημοκρατική διευθέτηση η οποία ταυτόχρονα περιλαμβάνει την απαγόρευση σύστασης κάθε είδους ένωσης ατόμων, όπως και κάθε δημόσια έκφραση πολιτικής γνώμης, ως μέτρα ενάντια στον φατριασμό και στα επιμεριστικά συμφέροντα.

O φιλελευθερισμός δεν απαιτεί ως αναγκαίο όρο τη δημοκρατία προκειμένου να πραγματωθεί. Μπορούμε να φανταστούμε ακόμη και ένα καθεστώς πεφωτισμένης δεσποτείας στο πλαίσιο
του οποίου τα ατομικά δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες γίνονται σεβαστά, στον βαθμό που ο μονάρχης αυτοπεριορίζεται εμπράκτως από αρχές που προσιδιάζουν σε κράτος δικαίου και δεν αυθαιρετεί. Βεβαίως, πρόκειται για μια ατελώς φιλελεύθερη συνθήκη, εφόσον όλα αυτά είναι κατά παραχώρηση. Όμως, σε ένα κράτος δικαίου στο οποίο η διακυβέρνηση είναι περιορισμένη και οι πολιτικές αρχές ελέγχονται εκ του Συντάγματος και των νόμων, εφόσον η εξουσία δεν είναι αρκετά ισχυρή διά του περιορισμένου πεδίου αρμοδιοτήτων και δράσης που διαθέτει, διά του κατακερματισμού της και ενός συστήματος αμοιβαίων ελέγχων και εξισορροπήσεων, εφόσον με κάποιον τρόπο λογοδοτεί και ελέγχεται από ένα μέρος, τουλάχιστον, της κοινωνίας και εφόσον η απόλαυση των αστικών δικαιωμάτων είναι εγγυημένη, τότε μπορούμε να έχουμε ένα φιλελεύθερο κράτος χωρίς να είναι και δημοκρατικό.

Επομένως, ούτε ο φιλελευθερισμός «χρειάζεται» τη δημοκρατία ούτε η δημοκρατία τον
φιλελευθερισμό. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε και τον ιστορικά ενδεχομενικό χαρακτήρα της
φιλελεύθερης δημοκρατίας, σημειώνοντας ότι η συμπόρευση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ως στατική ούτε ως οριστική, αλλά ως μια διαλεκτική σχέση μεταξύ δύο όρων που επηρεάζουν αμοιβαία ο ένας τον άλλον, στο πλαίσιο μιας συνθήκης που εξαρχής έχει ισχυρό το στοιχείο της δυνητικής απροσδιοριστίας. Μα άλλα λόγια, όπως συζεύχθηκαν σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, χωρίς η αμοιβαία συμπληρωματικότητά τους να είναι αδιαμφισβήτητη, ή έστω υπέρτερη της ταυτόχρονης ανταγωνιστικής σχέσης που τους διέπει, έτσι ‒κατά περίσταση‒ ο ένας από τους δύο όρους μπορεί να εμφανίζεται ισχυρότερος έναντι του άλλου, οπότε κάποτε μπορεί και να «χωρίσουν».

Jeremy Bentham και James Mill

Έχει σημασία ότι ιστορικά ο φιλελευθερισμός εγκολπώθηκε τη δημοκρατία, φέρνοντάς την κατά
κάποιον τρόπο στα μέτρα του.

Σημαντικές, εν προκειμένω, είναι οι θεωρητικές επεξεργασίες των φιλελεύθερων ωφελιμιστών στοχαστών Jeremy Bentham και James Mill κατά τη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Κατά πρώτον, κατασκευάζουν την ανθρώπινη φύση όχι απλώς ατομοκεντρικά, αλλά έτσι ώστε να θυμίζει έντονα τον Thomas Hobbes. Οι άνθρωποι είναι ορθολογικά, εγωιστικά, κτητικά όντα, τα οποία επιδιώκουν την ευχαρίστηση και την ηδονή (τους), και αποφεύγουν τον πόνο. Η κοινωνία είναι απλώς το άθροισμα των μεμονωμένων και ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους ατόμων, δεδομένων της
συνθήκης σπάνης των πόρων και των συγκρουόμενων συμφερόντων.

Ο J.Mill το θέτει ωμά: 

Το γεγονός ότι ένα ανθρώπινο ον επιθυμεί να θέσει στην υπηρεσία των απολαύσεών του το πρόσωπο και την ιδιοκτησία ενός άλλου παρά τον πόνο ή την απώλεια ευχαρίστησης που μπορεί να προκαλέσει με αυτόν τον τρόπο στο άλλο αυτό πρόσωπο, είναι το θεμέλιο της διακυβέρνησης (Macpherson, 1994, σ. 45).

Στο πλαίσιο αυτού του πνεύματος, οι Bentham και Mill σκέφτονται, πρώτα απ’ όλα, με δικαιικούς
όρους, δηλαδή με τις αρχές ενός συστήματος αστικού και ποινικού δικαίου, το οποίο θα διασφαλίζει ότι η  κοινωνία δεν θα διαλυθεί από τον ανταγωνισμό των συμφερόντων και το οποίο θα ικανοποιεί το γενικό σύνθημα του ωφελιμισμού, τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.

Στο πολιτικό επίπεδο, ως ζητούμενο τέθηκε η αναζήτηση μιας μορφής διακυβέρνησης η οποία αφενός να εδραιώνει και να στηρίζει την ελεύθερη καπιταλιστική αγορά, αφετέρου να μπορεί να ελεγχθεί και να περιοριστεί, έτσι ώστε να μην αυθαιρετεί εις βάρος των πολιτών. Ως προς το δεύτερο σκέλος, εκδηλώνεται η κλασική φιλελεύθερη καχυποψία προς το κράτος και την εξουσία γενικότερα: η κυβέρνηση μπορεί να λειτουργήσει ως ένα συλλογικό σώμα ιδιαίτερου συμφέροντος, αυτού των μελών της, και επομένως, εκμεταλλευόμενη τη θέση της, να καταδυναστεύσει την κοινωνία (Macpherson, 1994, σ. 56).

Σ αυτό ακριβώς το σημείο μια μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης εμφανίζεται ανώτερη από εναλλακτικές επιλογές, όπως είναι η απόλυτη μοναρχία ή ένα αριστοκρατικό πολίτευμα (αριστοκρατικό με την έννοια της διακυβέρνησης από μια αριστοκρατική τάξη, στη βάση της νομοκατεστημένης ανισότητας).

Όπως είναι φανερό, η δημοκρατία εδώ εμφανίζεται δευτερογενώς ως μέσον επίλυσης ενός προβλήματος, και όχι εξαρχής ως μια πολιτική ρύθμιση με εγγενή αξία, πόσω μάλλον ως πολιτικό ιδεώδες.

Αυτό το οποίο ανάγεται σε ανθρωπολογική σταθερά –ο εγωισμός, η κτητικότητα, ο ανταγωνισμός κ.ο.κ.– είναι στην πραγματικότητα μια περιγραφή της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις αρχές και τις αξίες της οποίας ο φιλελευθερισμός, αυτής τουλάχιστον της εκδοχής, όχι μόνον εκλαμβάνει ως δεδομένες, αλλά και τις υπερασπίζεται ως θεμελιώδεις. Μεταξύ άλλων, η ατομική ιδιοκτησία (και η άνιση κατανομή της) θεωρείται δικαίωμα, το οποίο το κράτος πρέπει να εγγυηθεί και το οποίο υποσκελίζει την ισότητα.

Αυτή η προσέγγιση αντανακλάται χαρακτηριστικά και στη διαπραγμάτευση εκ μέρους των Bentham
και J.Mill της εκχώρησης εκλογικών δικαιωμάτων. Ο πρώτος κράτησε αρχικά αρνητική στάση όσον αφορά την επέκτασή τους, θεωρώντας ότι πρέπει να αποκλείονται οι φτωχοί, οι οικονομικά εξαρτημένοι και οι αμόρφωτοι, μέχρι να αποδεχτεί τελικά το καθολικό εκλογικό δικαίωμα (για τους άνδρες, μόνον, εννοείται). Ο δεύτερος υπήρξε εξίσου αμφιταλαντευόμενος. Από τη μία υποστηρίζει την αρχή «ένα άτομο μία ψήφος», από την άλλη εξετάζει τις δυνατότητες περιορισμού της εκχώρησης του δικαιώματος ψήφου με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή να αποκλείονται οι άνδρες κάτω των σαράντα ετών και το ένα τρίτο των φτωχών (Macpherson, 1994, σσ. 56-58).

Εδώ, επομένως, φανερώνεται μια ταξική μεροληψία, σε συνδυασμό με την επιφυλακτικότητα προς τη δημοκρατία, η οποία σχετίζεται με την κακή φήμη που συνόδεψε την αρχαία δημοκρατία μέχρι και
τον 19ο αιώνα. Τα κριτήρια που τίθενται οδηγούν σε αποκλεισμό τα εργατικά και τα λαϊκά στρώματα,
δηλαδή την πλειονότητα της κοινωνίας (πράγματι, στη Βρετανία ακόμη και με τον μεταρρυθμιστικό νόμο του 1832, εάν υπολογιστούν και οι γυναίκες, μόλις το 7,7% του πληθυσμού άνω των 20 ετών είχε δικαίωμα ψήφου).

Εν ολίγοις, δεν συνιστά απλό αναγωγισμό να υποστηρίξουμε ότι οι Bentham και Mill αντιμετωπίζουν
υποτιμητικά τον «λαουτζίκο» και τις άξεστες μάζες, οι οποίες ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες για την κοινωνική θέση και την εξουσία των μεσαίων στρωμάτων της αστικής τάξης και, βεβαίως, για την ιδιοκτησία και την περιουσία τους. Επομένως, αυτός ο πειραματισμός με την εκχώρηση εκλογικών δικαιωμάτων εξηγείται πρωτίστως με την επιδίωξη εξεύρεσης ενός σημείου ισορροπίας μεταξύ της αναγκαιότητας για ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα στρωμάτων που ενδέχεται διαφορετικά να οδηγηθούν σε εξεγερτικές καταστάσεις, απειλώντας την ίδια την κοινωνική σταθερότητα, και της αναγκαιότητας η ενσωμάτωση αυτή να είναι σταδιακή, ώστε να μην διακυβευτεί η απώλεια της πολιτικής εξουσίας από τις προνομιούχες τάξεις∙ να είναι δηλαδή η μετάβαση αυτή κατά κάποιον τρόπον ελεγχόμενη και σχετικά, τουλάχιστον, ανώδυνη.

Επομένως, η δημοκρατία, εμφανίζεται αφενός ως επιβεβλημένη και αναπόφευκτη, αφετέρου δυνητικά επικίνδυνη, στον βαθμό που μπορεί να οδηγήσει σε μια διακυβέρνηση εκ μέρους των πολλών, δηλαδή των φτωχότερων.

Αυτό οδηγεί στην υπεράσπιση ενός μοντέλου προστατευτικής δημοκρατίας, όπως έχει ονομαστεί
(Macpherson, 1994, σσ. 41-69; Held, 2007, σσ. 113-119), ακριβώς επειδή η δημοκρατία έχει κατά βάση έναν ξεκάθαρο και περιορισμένο σκοπό: την προστασία του ατόμου από τους κυβερνώντες, αλλά και από τα άλλα άτομα. Υπ’ αυτή την έννοια, οι δημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι περιοδικές εκλογές, η περιορισμένη χρονικά εντολή διακυβέρνησης κ.ο.κ., εμφανίζονται λειτουργικές, αλλά είναι προσανατολισμένες στην εγγύηση της ασφάλειας και της ανεμπόδιστης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς και της απόλαυσης του ιδιωτικού βίου.

Alexis de Tocqueville

Αυτή η επιφυλακτικότητα προς τη δημοκρατία συνοψίζεται υποδειγματικά και στον φόβο της
λεγόμενης «τυραννίας της πλειοψηφίας», όρο που εισηγήθηκε ο Alexis de Tocqueville και ο οποίος έγινε πολύ δημοφιλής έκτοτε μεταξύ των φιλελεύθερων. Μελετώντας τη δημοκρατία και παρακολουθώντας την εφαρμογή της στο πολύμηνο ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Γάλλος αριστοκράτης είναι πεπεισμένος ότι θα επικρατήσει θριαμβευτικά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και επομένως, χωρίς να της εναντιώνεται απολύτως, προβληματίζεται για τον περιορισμό των δεσποτικών τάσεων τις οποίες θεωρεί πως η δημοκρατία μπορεί να ενθαρρύνει και να επιβάλει.

Μεταξύ άλλων, ανησυχεί για την εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας: Τι άλλο είναι μια πλειοψηφία θεωρούμενη συλλογικά, αν όχι ένα άτομο που έχει απόψεις και συμφέροντα που συχνά αντιτίθενται στις απόψεις και στα συμφέροντα ενός άλλου ατόμου που λέγεται μειοψηφία; Αν λοιπόν δέχεστε ότι ένας άνθρωπος περιβεβλημένος με παντοδυναμία μπορεί να κάνει κατάχρησή της εις βάρος των
αντιπάλων του, γιατί δεν δέχεστε το ίδιο για την πλειοψηφία; Οι άνθρωποι, όταν συγκεντρώνονται, αλλάζουν χαρακτήρα; Όταν γίνονται δυνατότεροι, γίνονται συνάμα και πιο υπομονετικοί στα εμπόδια; Από μέρους μου, δεν μπορώ να το πιστέψω· και την εξουσία τού να κάνει κάποιος ό,τι θέλει, που την αρνούμαι σε έναν από τους ομοίους μου, δε θα την εκχωρήσω ποτέ σε περισσότερους (Tocqueville, 2001, σ. 260)

Ο Tocqueville, λοιπόν, εκκινώντας από διαφορετική αφετηρία, ανησυχεί και πάλι ότι η δημοκρατία
διά της κατάχρησης της αρχής της πλειοψηφίας, δυνητικά τουλάχιστον, μπορεί να προσβάλει βάναυσα τα δικαιώματα ατόμων και μειονοτήτων/μειοψηφιών, εφόσον δεν τεθούν θεσμικά εμπόδια και φραγμοί, όπως είναι ο διοικητικός κατακερματισμός και ο ενισχυμένος ρόλος της δικαστικής εξουσίας. Επιπλέον, υπολογίζει στην παιδευτική διάσταση (θήτευση στη λογική του Δικαίου, των θεσμών και της έλλογης επιχειρηματολογίας) του θεσμού των ενόρκων. Αποδίδοντας προτεραιότητα στην ατομική ελευθερία, την οποία αναβιβάζει σε υψηλό ιδανικό, που απαιτεί και επίμοχθη διανοητική προσπάθεια για να εκπληρωθεί, προβληματίζεται σχετικά με το «πάθος για την ισότητα» που καλλιεργεί η δημοκρατία, η οποία δεν είναι απαραιτήτως ασυμβίβαστη με την ελευθερία, αλλά πάντως δεν την τιμά εξίσου.

Είναι επιπλέον ενδιαφέρον ‒ αν και αυτή η παρατήρηση συνάπτεται περισσότερο με τη συντηρητική διάσταση της σκέψης του Tocqueville, και είναι μάλλον ασυνήθιστη για φιλελεύθερο στοχαστή‒ ότι η δημοκρατία καλλιεργεί και ενθαρρύνει την κοινωνική ομοιομορφία, διά της κοινής γνώμης που επενεργεί συμμορφωτικά προς τους πολλούς, και υπονομεύει την ανεξαρτησία της ελεύθερης και κριτικής σκέψης.

John Stuart Mill

Στον αντίποδα, ο John Stuart Mill (γιος του James), μολονότι χαρακτηριστικά φιλελεύθερος στοχαστής (και μολονότι αυτοπροσδιοριζόμενος ως συνεχιστής του Bentham και του πατέρα του), επιφυλάσσει μια εμφανώς θετικότερη στάση προς τη δημοκρατία, θεωρώντας τη σχέση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας σχέση αμοιβαιότητας και συμπληρωματικότητας: Παρότι και εκείνος δέχεται την ελεύθερη αγορά και την καπιταλιστική οικονομία, δεν τις συνδέει με μια θεώρηση του ανθρώπου ως αποκλειστικά ιδιοτελούς και κτητικού όντος, αλλά έχει μια εκλεπτυσμένη και διαφοροποιημένη προσέγγιση.

Αυτή μπορεί να περιστρέφεται γύρω από την ατομικότητα, υπό την έννοια της ανάπτυξης στον μέγιστο βαθμό των ικανοτήτων και των χαρισμάτων του ατόμου, αλλά καθόλου δεν εξαντλείται στη μεγιστοποίηση της ηδονής και στην ελαχιστοποίηση του πόνου.

Αντίθετα, κατ’ αυτήν, το άτομο αναζητά την πρόοδο, επιδιώκει την αυτοπραγμάτωση και αφιερώνεται στην υπηρέτηση αξιών που τις εκλαμβάνει ως αυτοσκοπούς. Η ανάπτυξη της, κατά Mill, ατομικότητας συνδέεται λοιπόν με την πρόοδο του πολιτισμού, στην οποία και συμβάλλει, και τελικά με την εμπέδωση σχέσεων αγαθής κοινωνικότητας. Δηλαδή, ναι μεν προτάσσεται η ατομικότητα ως αξία, αλλά η κοινωνία δεν αντιμετωπίζεται μόνον ως απειλή.

Διαφορετικά διατυπωμένο, το ζητούμενο δεν είναι απλώς η περιστολή των αξιώσεών της κοινωνίας έναντι του ατόμου, αλλά η ευημερία της κοινωνίας ως συνόλου μέσω της ευημερίας των ατόμων. Σε αυτή την προοπτική, η κοινωνία και ο πολιτισμός ανθούν ακριβώς όταν χαρακτηρίζονται από πλουραλισμό και ποικιλομορφία έκφρασης, ενώ το άτομο ενδυναμώνεται και διευρύνει τους ορίζοντές του όταν μετέχει ενεργά στον συλλογικό βίο.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπεράσπιση της δημοκρατίας όχι ως απλού μέσου, αλλά ως ενός περιβάλλοντος που υποβοηθά την ουσιαστική ανάπτυξη ατόμων και κοινωνίας, αποκτά την πλήρη σημασία της. Μάλιστα, το δημοκρατικό πολίτευμα εμφανίζεται να έχει μια απελευθερωτική επενέργεια στα άτομα, την οποία ο ιδιωτικός βίος και οι οικονομικές συναλλακτικές δραστηριότητες δεν διαθέτουν. Τα τελευταία ενδέχεται να περιορίζουν τα άτομα στα στενά εννοούμενα συμφέροντά τους. Αντίθετα, η πολιτική συμμετοχή αποτελεί συνθήκη που καλλιεργεί την πολιτική συνείδηση και κρίση, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τα άτομα να γίνονται πιο ενεργητικά και δραστήρια, και να διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντές τους, ενώ ενθαρρύνονται αισθήματα συνεργατικότητας κατά τρόπο αμοιβαία επωφελή για άτομα και κοινωνία. Έτσι, η πολιτική δεν εκλαμβάνεται (όπως στην περίπτωση της προστατευτικής δημοκρατίας) ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.

Ο φιλελευθερισμός κερδίζει από τη δημοκρατία, και το αντίστροφο. Ας πούμε, ελευθερίες φιλελεύθερης προέλευσης, όπως αυτές της έκφρασης, της ελευθεροτυπίας, του συνέρχεσθαι, καθώς και η αναγνώριση και ο σεβασμός της εγγενούς αξίας των ατόμων κ.ο.κ., στηρίζουν και εμπλουτίζουν τη δημοκρατία, καθώς συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για κάθε δημόσια συζήτηση και διάλογο, ενώ προσδίδουν ουσιαστικό περιεχόμενο στην ισηγορία, στην ισότητα, στη διά της επιχειρηματολογίας εύρεση του κοινού αγαθού. Αναλόγως, η δημοκρατική κινητοποίηση και η ενεργητική άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων από τους πολίτες κάνουν τις αφηρημένες και δυνητικές ατομικές ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα εφαρμοσμένα και χειροπιαστά. Σε αυτή τη βάση, ελευθερία και ισότητα αλληλοστηρίζονται.

Αυτό το φιλελεύθερο μοντέλο, στο οποίο ο Mill έχει συνεισφέρει αποφασιστικά, έχει ονομαστεί αναπτυξιακή δημοκρατία (Macpherson, 1994, σσ. 71-114; Held, 2007, σσ. 119-139).

Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο ίδιος ο Mill υποστήριξε ένα σύστημα πολλαπλής
ψήφου, σύμφωνα με το οποίο η βαρύτητά της διαβαθμίζεται ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο (που
θεωρείται τεκμήριο επάρκειας για τη διατύπωση έγκυρης πολιτικής κρίσης), έτσι ώστε στο ένα άκρο της κλίμακας να βρίσκεται κάποιος του οποίου η ψήφος έχει πενταπλάσια αξία και στο άλλο κάποιος που δεν έχει καν δικαίωμα ψήφου. Ο Mill αισιοδοξεί ότι σταδιακά ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι θα καταστούν επαρκώς μορφωμένοι, ώστε να τους εκχωρηθούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα, μέχρι την πλήρη εξίσωσή τους. Όμως, δεν δέχεται να τους αποδοθούν αυτά εκ των προτέρων. Πρέπει, παρεμπιπτόντως, να αναφερθεί ότι ήταν υπερασπιστής της ισότητας των γυναικών, στην οποία περιλάμβανε και το εκλογικό δικαίωμα.

Εδώ μπορεί κανείς να προβληματιστεί κατά πόσον υπάρχει μια κάποια αντίφαση, εάν θεωρήσουμε την πολιτική με όρους πρακτικού λόγου και φρόνησης, υπό την έννοια ότι, όπως ο ίδιος ο Mill
αναγνωρίζει, η πολιτική συμμετοχή έχει παιδευτική διάσταση και είναι εν τέλει όρος διαμόρφωσης των
πολιτών, ενώ αντίθετα ο αποκλεισμός ορισμένων, με το επιχείρημα ότι είναι απαίδευτοι, διαιωνίζει απλώς στην πράξη μια συνθήκη δημοκρατίας για τους ολίγους, δηλαδή μια υπολειμματική δημοκρατία.

Επίσης, ο Mill τοποθετεί ένα ισχυρό (πνευματικά) αριστοκρατικό στοιχείο στην καρδιά της δημοκρατικής διαδικασίας, εφόσον συνιστά οι βουλευτές, ως αντιπρόσωποι του λαού, να νομοθετούν μεν, αλλά υπό τον πολύ αυστηρό περιορισμό ότι δεν συλλαμβάνουν και συντάσσουν οι ίδιοι τα νομοσχέδια. Τα τελευταία είναι πρωτογενώς έργο ενός συμβουλίου επαϊόντων –τεχνοκρατών, θα λέγαμε σήμερα– και υποβάλλονται στην κρίση των βουλευτών, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να τα υιοθετήσουν, να τα απορρίψουν ή να τα αναπέμψουν για αναθεώρηση. Επομένως, ακόμη και σε αυτή την αισιόδοξη προοπτική για την πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι φιλελεύθερες επιφυλάξεις και περιορισμοί καλά κρατούν.

Μεταδημοκρατία

Σύμφωνα με τον Colin Crouch, βιώνουμε μια μεικτή και διφορούμενη κατάσταση, που δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί επί του παρόντος ούτε αντιδημοκρατική ούτε μη δημοκρατική, εφόσον ουσιώδεις πτυχές της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας υφίστανται – ορισμένες, μάλιστα, όπως ο έλεγχος και η λογοδοσία των κυβερνώντων, ενισχυμένες. Ωστόσο, κατ’ αναλογία του όρου της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας η βιομηχανική παραγωγή και οι συναφείς προς αυτήν
κοινωνικοοικονομικές σχέσεις εξακολουθούν εν μέρει να υπάρχουν, αλλά δεν είναι πλέον στο επίκεντρο της κοινωνίας και της οικονομίας, έτσι σήμερα βιώνουμε τη μετα-δημοκρατική εποχή.

Δηλαδή, η δημοκρατία ως πολίτευμα και ως πολιτική κουλτούρα έχει απολέσει σε σημαντικό βαθμό
την ενεργητικότητα, το κύρος και εν τέλει την ισχύ της.

Και αυτό διότι για μία σειρά από λόγους έχουμε, με ουσιαστικούς όρους, μια σημαντική ενίσχυση της ισχύος επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ, οι οποίες θέτουν εν πολλοίς υπό τον έλεγχό τους τη διαμόρφωση της πολιτικής θεματολογίας και τον πολιτικό ανταγωνισμό (Crouch, 2006). Εν προκειμένω, ενοχοποιείται και ο νεοφιλελευθερισμός, εξαιτίας της ιδεολογικής ηγεμονίας του οποίου ασκούνται πολιτικές που επιφέρουν εκχώρηση όλο και περισσότερων αρμοδιοτήτων από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό, συρρικνώνεται το κράτος πρόνοιας, αυξάνονται οι οικονομικές ανισότητες, αποδυναμώνεται ο αναδιανεμητικός ρόλος της φορολογίας κ.ο.κ.

Ο Crouch δίνει έμφαση στη γιγάντωση των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες σε ένα πλαίσιο σχεδόν πλήρους απορρύθμισης της διεθνούς οικονομίας έχουν εδραιώσει μια ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση, που τους επιτρέπει να επιβάλουν τους όρους τους εν τέλει τόσο στο κράτος όσο και στην αγορά, φέρ’ ειπείν υπό την απειλή της μεταφοράς των εργασιών τους στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι το πεδίο της πολιτικής απόφασης και του δημοκρατικού ελέγχου περιστέλλεται, και μάλιστα δραματικά (Crouch, 2014). 

Γενικότερα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού αναδιατάσσει τη
σύζευξη δημοκρατίας και φιλελευθερισμού, υπονομεύοντάς τη σε σημείο που να αμφισβητεί την
αναγκαιότητά της. Με όρους κοινωνικοοικονομικούς, θα λέγαμε ότι, ενώ κατά τη μεταπολεμική περίοδο είχε επέλθει για περίπου μία τριακονταετία εξισορρόπηση των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας, από τη δεκαετία του ’80 και μετά το κεφάλαιο έχει ισχυροποιηθεί δραματικά, έχοντας καταγάγει ιδεολογικές και πολιτικές επιτυχίες εις βάρος της εργασίας, κάτι που εν μέρει σχετίζεται και με τη συρρίκνωση της εργατικής τάξης και τον κατακερματισμό των κοινωνικών συμφερόντων.

Η συνεχιζόμενη απαξίωση του κράτους και η μεταβίβαση στην αγορά όλο και πιο πολλών προς διευθέτηση ζητημάτων εν τέλει προσβάλλουν την ίδια την έννοια του δημόσιου αγαθού και την ιδιότητα του πολίτη. Εάν περίπου τα πάντα μπορούν, υποτίθεται, να διευθετηθούν αποδοτικότερα από την αγορά, τότε εξ αντικειμένου κυριαρχούν ο ρόλος του ιδιώτη καταναλωτή και οι σύστοιχες σε αυτόν αξίες· και αρχίζει να εμφανίζεται σχεδόν ως άνευ αντικειμένου η λαϊκή κυριαρχία, τόσο επειδή προοδευτικά στερείται πεδίου εφαρμογής, όσο και επειδή οι δημοκρατικοί θεσμοί πολιτικής αντιπροσώπευσης, όπως τα εθνικά κοινοβούλια, ασκούν εξουσία επί της επικράτειας στην οποία είναι αρμόδια, την ίδια στιγμή που το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, ιδίως το χρηματοπιστωτικό, διαπερνά ανεμπόδιστα τα εθνικά σύνορα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου