Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Ένας ιδανικός σύζυγος


Τα κριτήρια που ορίζουν ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος γαμπρός ή η κατάλληλη νύφη εξαρτώνται από τα άτομα που εκφέρουν γνώμη, από την ηλικία τους και από την τάξη στην οποία ανήκουν.

Οι νέοι που παρουσιάζονται από τους συντελεστές των κωμωδιών ως πρότυπα δίνουν το προβάδισμα στα φυσικά και ψυχικά χαρίσματα και δευτερευόντως, ή καθόλου, στην οικονομική κατάσταση και στην κοινωνική καταγωγή του υποψηφίου. Το όμορφο πρόσωπο και το καλλίγραμμο ή γυμνασμένο σώμα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για ερωτική επιτυχία και για τα δύο φύλα.

Ο καλός χαρακτήρας ενός άνδρα μετράει περισσότερο από την ομορφιά του, όπως υποστηρίζει η Ανθούλα (Ελένη Ανουσάκη, Τρελλός, παλαβός και Βέγγος, 1968, σενάριο Ναπολέων Ελευθερίου, σκηνοθεσία Θανάσης Βέγγος).
 
Όμως, η ομορφιά στην κοπέλα είναι το υπ' αριθμόν ένα προσόν για την κατάκτηση του άλλου φύλου: Ο πλούσιος Τζον Μπίρδας (Αλέκος Τζανετάκος, Ένας απένταρος λεφτάς) εξομολογείται στη νέα που τον σαγήνευσε: «Μόλις σας είδα, είπα μέσα μου "αυτή είναι η γυναίκα των ονείρων μου" είναι κούκλα. Αυτή θα παντρευτώ"».

Όμως, οι γυναίκες που θα αποκατασταθούν εντέλει δεν έχουν ποτέ, ούτε προκλητική ομορφιά ούτε προκλητική συμπεριφορά. Η σύγκριση ανάμεσα σε μία γυναίκα με έκδηλη σεξουαλικότητα, η οποία εν πολλοίς εκφράζεται με το ανάλογο ντύσιμο, και σε μία όμορφη, αλλά όχι εξίσου προκλητική αντίζηλο δεν καταλήγει ποτέ υπέρ της πρώτης. Συνηθισμένο θύμα παρόμοιων συγκρίσεων είναι για παράδειγμα οι πολύ όμορφες, πλούσιων σωματικών χαρισμάτων γυναίκες, που υποδύεται η Ρίκα Διαλυνά και οι οποίες μένουν μόνες, αφού δεν είναι αυτές η τελική επιλογή του νέου (Λαός και Κολωνάκι' Διπλοπεννιές, 1966, σενάριο Αλέκος Σακελλάριος, σκηνοθεσία Γιώργος Σκαλενάκης).

Οι γονείς και κηδεμόνες, εφόσον ανήκουν στα ανώτερα στρώματα, δίνουν στο σύνολο τους προτεραιότητα στην οικονομική κατάσταση του υποψηφίου, η οποία καλό θα ήταν να συνοδεύεται και από υψηλή κοινωνική καταγωγή. Ζητήματα καλού χαρακτήρα και ψυχικών χαρισμάτων δεν τους απασχολούν.

Η κυρία Κατρανά (Μιράντα, Κρουαζιέρα στη Ρόδο) ζητά κάθε χρόνο από το ρεσεψιονίστ (Κούλης Στολίγκας) λίστα με τους ανύπαντρους άνδρες που μένουν στο ξενοδοχείο, για να διαλέξει τον πλουσιότερο και να τον παντρέψει με την κόρη της. Ο Λέων Μαυρογιάννης (Λάμπρος Κωνσταντάρας,
Ο μπαμπάς μου κι εγώ), πιστεύοντας ότι ο αγαπημένος της κόρης του είναι πλούσιος, τίθεται υπεράνω χρημάτων: «Τα νιάτα και η αγάπη είναι το παν», του λέει, την ώρα που ο νεαρός προσπαθεί να του εξομολογηθεί την πραγματική οικονομική του κατάσταση. «Τι δουλειά έχουν τα οικονομικά με τα αισθήματα; Τα λεφτά δεν με ενδιαφέρουν. Με ενδιαφέρει η ευτυχία της κόρης μου. Όταν υπάρχει αγάπη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, τα άλλα δεν είναι τίποτα. Τι σημασία έχουν τα λεφτά», υποστηρίζει, αλλά λιποθυμά όταν συνειδητοποιεί την πραγματικότητα. 

Ο Μάκης Καρασίνης (Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ο φαντασμένος, 1973, σενάριο Ανδρέας Βλασόπουλος, σκηνοθεσία Ντίνος Δημόπουλος) δεν θέλει για γαμπρό του το νεαρό χημικό Ντίνο (Θόδωρος Ντόβας), αλλά προτιμά έναν πλούσιο και άεργο κληρονόμο.

Μολονότι παρουσιάζεται ως εκφραστής των παραδοσιακών αξιών, η στάση του δεν επικροτείται. Δεν πρόκειται απλώς για ξεπερασμένες αντιλήψεις, για έναν άνθρωπο που δεν παρακολουθεί την εποχή του και μένει προσκολλημένος στο παρελθόν, αλλά για έναν επιπόλαιο άνδρα, με αμφίβολες αξίες.

Γι' αυτό στο τέλος όχι μόνο η κόρη του Νάσα (Νόρα Κατσέλη) θα παντρευτεί τον αγαπημένο της, αλλά και ο Καρασίνης θα τον αποδεχθεί, κάνοντάς τον συνεταίρο του. 

Καλός γαμπρός για έναν πλούσιο είναι εντέλει αυτός που μπορεί να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση του όταν έρθει η ώρα, αφού οι κόρες δεν είναι φτιαγμένες για να διευθύνουν εργοστάσια (Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός" Για ποιον χτυπά η κουδούνα).

Πολλοί κηδεμόνες από τα κατώτερα στρώματα θα ήθελαν να δουν τα παιδιά τους αποκατεστημένα με πλούσιους, οι οποίοι θα τα απαλλάξουν από το φάσμα της φτώχειας και τις μέριμνες της επιβίωσης (Ελα στο θείο" Το σωφεράκι" Αλλοίμονο στους νέους, 1961, σενάριο Αλέκος Σακελλάριος — Χρήστος
Γιαννακόπουλος, σκηνοθεσία Αλέκος Σακελλάριος), ασκώντας ψυχολογική πίεση στις κοπέλες, που καλούνται να βγάλουν από τη δυσχερή οικονομική θέση την οικογένειά τους μέσω του γάμου. Οι πλούσιοι γαμπροί και νύφες τίθενται έτσι στην κορυφή της ζήτησης από τα πρόσωπα μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά και από ορισμένους νέους, χωρίς να αξιολογούνται πάντα θετικά από τους
συντελεστές των κωμωδιών. Οι νέοι που θεωρούν το γάμο επιχείρηση (Κορίτσια της Αθήνας, 1961, Απόλλων Γαβριηλίδης·Ησαΐα, χόρευε" Ο τσαχπίνης) καταλήγουν να ερωτευτούν το έτερον ήμισυ, παραβλέποντας το γεγονός ότι δεν έχει περιουσία.

Για έναν πατέρα καλός γαμπρός θεωρείται επίσης ο επιστήμονας, ο οποίος μπορεί να εξασφαλίσει τη μετακίνηση και την εγκατάσταση στην πόλη-στον Τετραπέρατο (1966, σενάριο Γιώργος Ασημακόπουλος, σκηνοθεσία Κώστας Ανδρίτσος) ο Βλαχαντρέας (Νίκος Φέρμας) ρωτάει αν ο υποψήφιος γαμπρός που του προτείνει ο βουλευτής της περιφέρειάς του (Νίκος Ρίζος) είναι επιστήμονας και αν ζει στην Αθήνα ή, έστω, στη Θεσσαλονίκη. Οι ευκατάστατοι γονείς της Μπέλλας (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Νίτσα Τσαγανέα, Μάρσα Νεστορίδου, Δόκτωρ Ζι-Βέγγος) θα την έδιναν ευχαρίστως σε έναν επιστήμονα, αλλά όχι σε έναν απλό λογιστή.

Περισσότερο θετικά αξιολογούνται τα παιδιά του λαού, ως φορείς προτερημάτων που δεν χαρακτηρίζουν τα ανώτερα στρώματα: οι κοπέλες είναι σεμνές, μαζεμένες, δεν φέρνουν αντιρρήσεις, σέβονται τους γονείς, ζουν μέσα στο σπίτι και είναι εκπαιδευμένες ώστε να φροντίζουν το νοικοκυριό και να ανατρέφουν παιδιά. Όπως λέει ο θείος Χαρίλαος στον Φώτη (Ελα στο θείο), «Η αδελφούλα σας μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Φαίνεται σοβαρή, μετρημένη, τίμια [...]. Έχει ένα ύφος τόσο σοβαρό, τόσο συμμαζεμένο, σπάνιο για σημερινό κορίτσι».

Είκοσι τρία χρόνια αργότερα ο Μπόμπος (Αντώνης Παπαδόπουλος, Ο μοναχογιός μου ο αγαθιάρης, 1973, Σπύρος Ζιάγκος) παραδέχεται ότι δεν του «αρέσουν καθόλου οι μοντέρνες κοπέλες με το σούπερ μίνι και τον επιπόλαιο χαρακτήρα» και προτιμά κάποια σαν τη —μεταμφιεσμένη— Ρίτα, με φαρδιά φούστα ώς το γόνατο, γυαλιά και μαλλιά τραβηγμένα σε χαμηλό κότσο.

Οι νέοι είναι εργατικοί, συνεπείς, ειλικρινείς, γνώστες του κώδικα τιμής, τον οποίο δεν παραβιάζουν, και φιλότιμοι, έχουν γνήσια αισθήματα, φροντίζουν την οικογένειά τους. Ο Κώστας (Λαός και Κολωνάκι), ένας καλόκαρδος γαλατάς με μεγάλη αυτοπεποίθηση, πιστεύει ότι «ο άντρας χρειάζεται νά 'χει λεβεντιά, νά 'χει ασικλίκι, νά 'χει ντερβισιλίκι, να το λέει η καρδιά του και νά 'ναι και τσαχπίνης»· τέτοια προσόντα θα εκτιμηθούν από κάθε γυναίκα.

Ο Τζον Μπίρδας (Ενας απένταρος λεφτάς), ένας πλούσιος που υποδύεται το φτωχό, διαφημίζει ως εξής τον εαυτό του, προκειμένου να πείσει τη Ράνια (Σάσα Καστούρα) ότι είναι κατάλληλος για σύζυγος: «Μπορεί να είμαι ένας φτωχός βιοπαλαιστής, αλλά είμαι καλόκαρδος, τίμιος, εργατικός και... τσαχπίνης».

Η κοινωνική τάξη προσδιορίζει τη δύναμη και την ειλικρίνεια των ερωτικών αισθημάτων. Όσο αυτή είναι χαμηλότερη, τόσο εκείνα είναι ειλικρινέστερα και αυθεντικότερα. Ο Τάκης (Ο Ψευτοθόδωρος, 1963, σενάριο Βασίλης Μπέτσος, σκηνοθεσία Βασίλης Παπάζογλου) το διατυπώνει σαφώς: «Εμείς τα
παιδιά του λαού μπορεί νά 'μαστέ φτωχαδάκια, αλλά η καρδιά μας είναι γεμάτη αισθήματα. Αγαπάμε, και αγαπάμε αληθινά».

Όταν υπάρχει κοινωνική διαφορά στο ζευγάρι, οι νέοι δείχνουν μεγάλη επιφύλαξη για την ειλικρίνεια των αισθημάτων των πλουσιοτέρων, ανεξάρτητα από το φύλο. Οι κοινωνικά ασθενέστεροι φοβούνται ότι θα πέσουν θύματα συναισθηματικής εγκατάλειψης, ότι θα γελαστούν. Κατ' αυτούς, οι πλούσιοι το
μόνο που θέλουν είναι να περνάνε τον καιρό τους ευχάριστα και, μόλις βαρεθούν, στρέφουν αλλού το ενδιαφέρον τους, χωρίς να δεσμεύονται από ηθικούς κανόνες. «Τα κορίτσια του καλού κόσμου σε κάθε μέρος που πάνε έχουν κι από μια αγάπη. Είναι κι αυτό ένα σπορ για τα πλουσιοκόριτσα», λέει πικραμένος ο Ντίνος στην Ασράφ (Σμαρούλα Γιούλη, Νύχτες στο Μιραμάρε), πιστεύοντας ότι ήταν γι' αυτή μόνο μία καλοκαιρινή περιπέτεια. Παρόμοια αντίδραση έχει και ο Μίλτος (Νίκος Ξανθόπουλος, Η Σταχτοπούτα, 1960, σενάριο Κώστας Ασημακόπουλος, σκηνοθεσία Χρήστος Αποστόλου), όταν η Μαίρη (Βέτα Προέδρου) του λέει ότι δεν μπορεί να φύγει μαζί του για την Κέρκυρα. Νομίζει ότι πρόκειται για απλή δικαιολογία και ότι η Μαίρη παίζει μαζί του.

Όταν η Ρένα (Μπεάτα Ασημακοπούλου, Το πλοίο της χαράς) μαθαίνει ότι ο Ντίνος (Γιώργος Τσιτσόπουλος) είναι γιος εφοπλιστή, αναρωτιέται αν «έχουν μπέσα οι πλούσιοι» και δηλώνει ότι θα τον έχει από κοντά, για να μην τον χάσει. Οι πλούσιοι αγωνίζονται σκληρά προκειμένου να πείσουν για την ειλικρίνεια των αισθημάτων τους.

Στο Γκολ στον έρωτα εμφανίζονται τρία πλουσιόπαιδα μέσα σε μία «Πλίμουθ» να συμφωνούν μεταξύ τους με ποιο κορίτσι θα φλερτάρει ο καθένας και καταλήγουν ότι «άμα τις βαρεθούν, θα τις αλλάξουν», δίνοντας μία πολύ αρνητική εικόνα των νέων της τάξης τους. Τα ρηχά αισθήματα των πλουσίων περιγράφονται λεπτομερέστερα στο έργο Οι γυναίκες θέλουν ξύλο. Η Βίκυ (Μπεάτα Ασημακοπούλου), μία πλούσια χήρα, περιτριγυρίζεται από θαυμαστές τής τάξης της σε κάθε της έξοδο. Οι συνοδοί τη διεκδικούν με χλιαρό τρόπο και συζητούν μεταξύ τους για το ποιος θα την παντρευτεί, σαν να κλείνουν οποιαδήποτε εμπορική συμφωνία. Από τη μεριά της, η Βίκυ θεωρεί τους άνδρες «χαλβάδες» και τους χρησιμοποιεί για να περνά ευχάριστα την ώρα της. Αν οι υπόλοιποι θαυμαστές της ανέχονται αυτή τη συμπεριφορά, ο Βλάσης (Μίμης Φωτόπουλος), ένας ευκατάστατος επιπλοποιός λαϊκής καταγωγής, τη βάζει στη θέση της, μιλώντας της μία γλώσσα που δεν έχει ξανακούσει: «Δε φταις εσύ, κακομοίρα, που έχεις τέτοιο διεφθαρμένο χαρακτήρα, φταίει το αριστοκρατικό σου περιβάλλον. Δεν έμαθες τίποτ' άλλο, παρά να στολίζεσαι απέξω και να μαϊμουδίζεις. Μέσα σου όμως είσαι άδεια, άδεια σαν κλούβιο αυγό. Ό,τ ι λες κι ό,τι κάνεις είναι ψέμα, κι ολόκληρη η ζωή σου είναι ένα ψέμα». Αυτή η αποκάλυψη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι χάνει την περιουσία της, την κάνει να συνειδητοποιήσει την αξία των αισθημάτων και της ειλικρίνειας.

Από τη μεριά τους, οι πλούσιοι φοβούνται ότι μπορεί να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης, ότι τα λεφτά τους μπορεί να είναι πιο ελκυστικά από τους ίδιους. Ζουν με το άγχος ότι όποιος τους πλησιάζει αποβλέπει στην περιουσία τους και δεν τρέφει ειλικρινή αισθήματα γι' αυτούς. Αυτό τους κάνει συχνά να αλλάζουν ταυτότητα και να εμφανίζονται ως απένταροι. Έτσι, είναι σίγουροι ότι το έτερον ήμισυ ενδιαφέρεται πραγματικά για τους ίδιους, και όχι για την περιουσία τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο η Ντιάνα (Ραντεβού στην Κέρκυρα) εμφανίζεται με άλλο πρόσωπο στον Ανδρέα είναι ότι θέλει να αγαπηθεί για τον εαυτό της, και όχι για τα εκατομμύριά της. Πολλοί άλλοι νέοι και νέες ακολουθούν το παράδειγμά της ( Η ψεύτρα· Ένας απένταρος λεφτάς). «Είναι ένας άνθρωπος γνήσιος, εκδηλωτικός, και το σπουδαιότερο απ' όλα αγάπησε εμένα, όχι τη θέση μου, ούτε τα λεφτά μου», λέει με ανακούφιση η Έφ η στην αδελφή της (Η κόμησσα της φάμπρικας).

Ασφαλώς, ο πλούσιος γάμος σε πολλές παραλλαγές είναι στο κέντρο τής θεματικής. Η στάση του ενδιαφερομένου απέναντι στον πλούσιο υποψήφιο μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετη και να δίνει διαφορετικές ηθικές αποχρώσεις. Σε κάθε περίπτωση, καθορίζει την ηθική ποιότητα των νέων. Στα Τέσσερα σκαλοπάτια η φτωχή Ρένα, κορίτσι ευγενικό από τη φύση του, το οποίο, αν και ορφάνεψε πολύ μικρό και έζησε σε αρνητικό περιβάλλον, διατήρησε ίσως την ανάμνηση μίας καλής αγωγής, δεν θέλει να παντρευτεί τον πλούσιο Δημήτρη Γκρενά, για να μην κατηγορηθεί για τυχοδιωκτισμό.

Αντίθετα, σε ένα έργο της ίδιας χρονιάς, στο έργο Μια νύχτα στον Παράδεισο, η καμαριέρα Λίνα
δεν διστάζει να υποκριθεί μία ρομαντική και απελπισμένη ύπαρξη, προκειμένου να σαγηνεύσει τον αφελή γιο ενός βιομηχάνου (Αλέκος Αλεξανδράκης) και να ξεφύγει από την άχαρη περιπέτεια της βιοπάλης.

Μερικά χρόνια αργότερα οι νέοι γίνονται πιο ωφελιμιστές. Το χρήμα, η καλοπέραση και η κατανάλωση ανάγονται σε προτεραιότητες, ενώ τα αισθήματα υποχωρούν, όπως παρατηρεί και ο Τάκης (Ο Ψευτοθόδωρος). Το αυτοκίνητο γίνεται αντικείμενο εξαιρετικά ελκυστικό για το άλλο φύλο. «Έχεις
κούρσα, αποκτάς χαρέμι», αποφαίνεται ένας άνδρας, που περιμένει υπομονετικά με το φίλο του στη στάση του λεωφορείου, βλέποντας δύο κοπέλες να επιβιβάζονται σε ένα μεγαλοπρεπές καμπριολέ. Ο φίλος συμπληρώνει: «Κι εγώ έχω ποδήλατο, αλλά δεν μπορώ να σταυρώσω γυναίκα. Είχα μια και μου 'φύγε», καταμετρώντας την υστέρηση των μη προνομιούχων (Εκλεψα τη γυναίκα μου).

Οι επιλογές που κινούνται σε αυτό το πλαίσιο δεν γίνονται αυτόματα αποδεκτές. Νέοι που υιοθετούν ή επιδιώκουν έναν τρόπο ζωής αναντίστοιχο με την τάξη και την οικονομική τους επιφάνεια κατά κανόνα γελοιοποιούνται, δηλαδή κρίνονται αρνητικά.

Θέλοντας να κάνει έναν πλούσιο γάμο, η Ρένα (Σόνια Ζωΐδου, Κορίτσια της Αθήνας) παριστάνει και η ίδια την κόρη μεγαλοβιομηχάνου. Πείθει μάλιστα τη μητέρα και το θείο της να πουλήσουν το σπίτι τους, για να έχει χρήματα να κινείται μέχρι να γίνει ο γάμος της με τον Τάκη (Γιώργος Καμπανέλλης): «Να ντυθώ, να μάθω να σοφάρω, νά 'χω μια δεκάρα στην τσάντα μου, να μπω σ' ένα ταξί, να του κάνω ένα δώρο», επιχειρηματολογεί, προσπαθώντας να υλοποιήσει ό,τι έχει ως πρότυπο στο μυαλό της.

Ο Μίλτος (Γιώργος Πάντζας, Ο αδελφός μου ο λόρδος) θέλει να ανέλθει κοινωνικά μέσω ενός πλούσιου γάμου. Είναι ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και ξοδεύει όλο του το μισθό σε ρούχα' πιστεύει ότι η προσεγμένη του εμφάνιση θα τον οδηγήσει στην πλούσια νύφη. «Αυτό το κουστουμάκι θα με βοηθήσει να πιάσω την καλή... Τι τα θες! Η εμφάνιση παίζει σπουδαίο ρόλο στην κοινωνία. Αμα είσαι λέτσος, δε γυρίζει κανένας να σε κοιτάξει-ενώ άμα είσαι καλοντυμένος, ανεβαίνεις ψηλά. Γι' αυτό κι εγώ θ' ανέβω ψηλά», ονειρεύεται ο Μίλτος.

Στον Τσαχπίνη ο Ναπολέων (Σταύρος Παράβας) εμφανίζεται σε πολλές πλούσιες νύφες με ψεύτικη ταυτότητα, υποδυόμενος ευγενείς νέους διαφόρων εξωτικών χωρών, προκειμένου να κατορθώσει να παντρευτεί κάποια από όλες. Κάθε φορά συμβαίνει ένα απρόοπτο που τον ρεζιλεύει, ώσπου αναγκάζεται να παντρευτεί την ταπεινή του γειτονοπούλα, που ώς τώρα περιφρονούσε και η οποία εν τω μεταξύ κληρονόμησε σεβαστή περιουσία.

Επειδή όμως ο πλούτος θεωρείται κατεξοχήν ελκυστικός, οι νέοι παρουσιάζονται συχνά ως πλούσιοι, χωρίς να είναι. Η αλλαγή ταυτότητας, συστατικό στοιχείο της κωμωδίας, ισούται συνήθως στις κωμωδίες αυτής της εποχής με αλλαγή της οικονομικής ή ταξικής ταυτότητας. Κάποτε όμως φθάνει η στιγμή της ειλικρίνειας, των αποκαλύψεων, και οι νέοι έρχονται σε τόσο δύσκολη θέση, ώστε ανακουφίζονται όταν μαθαίνουν ότι και ο σύντροφος τους τους είπε ένα ανάλογο ψέμα, όπως π.χ.
η Άννα και ο Γιώργος (Χριστίνα Σύλβα, Γιώργος Πάντζας, Λάθος στον έρωτα), η Έλσα και ο Γιώργος (Ξένια Καλογεροπούλου, Χρήστος Νέγκας, Ο μπαμπάς μου κι εγώ) ή η Ρένα και ο Τάκης (Κορίτσια της Αθήνας).

Η αλλαγή ταυτότητας αφορά συνηθέστατα και τους δύο, ώστε να ισοκατανέμεται και η ευθύνη για το παράπτωμα. Αν τύχει μόνο ο ένας να παριστάνει τον πλούσιο, τότε επικρατεί μία αίσθηση αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η ηλικία είναι επίσης ένας παράγοντας που προσδιορίζει την καταλληλότητα του υποψηφίου, με σαφή διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα. Όσο πιο νέες, τόσο καλύτερες νύφες θεωρούνται οι γυναίκες, όπως φαίνεται από τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε όσες άφησαν τα χρόνια να περάσουν, χωρίς να παντρευτούν (π.χ. Ο ανηψιός μου ο Μανώλης-Ραντεβού στον αέρα' Ο παπατρέχας).

Αντίθετα, η ηλικία του άνδρα δεν απασχολεί τις νέες, ακόμα και τις πιο εμφανίσιμες. Προκειμένου να παντρευτούν, και μάλιστα σε εποχή που οι άνδρες δύσκολα το αποφασίζουν, ιδίως αν δεν υπάρχει πειστική προίκα, πολλές νόστιμες νεαρές λένε το «ναι», ακόμα και σε υπέργηρους, τέρατα ή σε άτομα μειωμένης αντίληψης, (π.χ. Τον βρήκαμε τον Παναή' Οι άσσοι της τράκας).

Η υπηρέτρια Ανθή είναι ερωτευμένη με τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, επονομαζόμενο «κουτο-Θωμά» (Αλέκα Στρατηγού, Χρήστος Ευθυμίου, Ενας βλάκας και μισός), επειδή την έχει συγκινήσει η καλοσύνη του. Η Αλίκη (Μάρθα Βούρτση, Το πιθάρι, 1962, Δημήτρης Σκλάβος, από μία ιστορία του Μέντη Μποσταντζόγλου), έχοντας απαυδήσει με τον Ανδρέα (Θανάσης Βέγγος), που δεν έρχεται να τη ζητήσει από τον αδελφό της, αποφασίζει να παντρευτεί έναν άλλον, αν και μεγάλο στην ηλικία, όπως η ίδια παρατηρεί.

Μόνο οι ώριμοι και σοβαροί άνδρες ενδιαφέρουν την Τζένη (Μίρκα Καλατζοπούλου, Ερωτικά παιχνίδια, 1960, σενάριο Ναπολέων Ελευθερίου, σκηνοθεσία Γιώργος Θεοδοσιάδης)· έτσι, ο Αλέκος (Γιώργος Πάντζας), για να την κατακτήσει, μεταμορφώνεται σε γοητευτικό σαρανταπεντάρη, με γκρίζους κροτάφους, κοστούμι, γραβάτα και πεπαλαιωμένα γούστα. Η Τζένη θεωρεί τους νέους «επιπόλαιους, άπειρους, βλάκες με περικεφαλαία, σαχλαμαράκηδες. Δεν μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί τους σοβαρά, όλο αρλούμπες σού λένε».

Η Ηρώ, δακτυλογράφος στο οινοπνευματοποιείο του Χαρίλαου (Ευτυχώς τρελλάθηκα), περιμένει υπομονετικά να φτιάξουν οι δουλειές του για να αποφασίσει να την παντρευτεί. Δεν την απασχολεί ότι η διαφορά ηλικίας τους είναι τόση ώστε ο Χαρίλαος περνιέται για πατέρας της. «Έναν άντρα 45-47
ετών εγώ δεν τον βλέπω διόλου γέρο. Ζήτημα μυαλού. Ο σαρανταπεντάρης είναι ό,τι χρειάζεται. Μυαλωμένος, δημιουργημένος, σίγουρος». Η ανάγκη της για σιγουριά την κάνει να παραβλέπει τη διαφορά ηλικίας. Άλλωστε, και οι γονείς βρίσκουν ότι «στο γάμο η διαφορά ηλικίας εξασφαλίζει τη σιγουριά» (Κρουαζιέρα στη Ρόδο). Η Καίτη (Μάρθα Βούρτση, Ο μαγκούφης) αγαπά τον Βασιλάκη για τα ψυχικά του χαρίσματα: «Είναι καλός, τίμιος, συμπαθητικός κι έχει και καλή καρδιά».

Στο όνειρο του Ανδρέα πάλι, στην εύγλωττη για τις νεανικές αξίες των αρχών της δεκαετίας του 1960 διασκευή του Φάουστ από τον Αλέκο Σακελλάριο και τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, η Ρίτα (Δημήτρης Χορν, Μάρω Κοντού, Αλλοίμονο στους νέους) αφήνεται να πειστεί από την άποψη της μητέρας της και δέχεται την πρόταση γάμου του υπέργηρου πλούσιου κύριου Αγησίλαου, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον νέο μεν, φτωχό δε Ανδρέα, λέγοντάς του: «Για να ζήσω τα νιάτα μου, χρειάζονται λεφτά».

Η Ουρανία πάντως (Ρίκα Διαλυνά, Ένας βλάκας και μισός), που άκουσε τη μαμά της και παντρεύτηκε πριν από δέκα χρόνια το μεγαλύτερο της Σωτήρη (Μαρίκα Νέζερ, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), τώρα θεωρεί ότι χαράμισε τα νιάτα της.

Στον κόσμο των κωμωδιών δεν υπάρχουν μόνο όμορφοι, έξυπνοι και καλοί υποψήφιοι για γάμο, αλλά και βλάκες και τεντιμπόηδες. Ένας βλάκας είναι προτιμότερος γαμπρός από έναν τεντιμπόη' ο βλάκας, με μία μικρή επίβλεψη, μπορεί να τα καταφέρει, ενώ ο τεντιμπόης είναι πολύ πιθανόν ότι θα
κατασπαταλήσει μία ενδιαφέρουσα προίκα.

Οι γονείς, και ιδιαίτερα οι μπαμπάδες έχουν δουλέψει σκληρά και έχουν κάνει την περιουσία τους με αιματηρές οικονομίες, προκειμένου να την κληροδοτήσουν στα παιδιά τους και να εξασφαλίσουν το άνετο μέλλον τους. Έτσι, προσέχουν ιδιαίτερα το ζήτημα της διατήρησης της περιουσίας και ζητούν εχέγγυα γι' αυτό (π.χ. Ο Γιάννης τα'κανε θάλασσα).

Αλλά και οι κοπέλες που έχουν ταλαιπωρηθεί από τους άνδρες προτιμούν εντέλει κάποιον, έστω άβγαλτο και λιγότερο έξυπνο, αλλά λογικό, ευγενικό και αυθόρμητο (π.χ. η Ρίτα, Ο μοναχογιός μου ο αγαθιάρης). 

Στην Ελλάδα, δημοσιεύσεις σχετικά με την παιδική ηλικία και τον κινηματογράφο εμφανίζονται μετά το 2000. Πρόκειται κυρίως για θεωρητικές προσεγγίσεις του θέματος ή προσωπικές τοποθετήσεις ακαδημαϊκών, κινηματογραφιστών και εκπαιδευτικών και ενίοτε για ελάχιστα επεξεργασμένες έρευνες φοιτητών σε πρακτικά συνεδρίων και αφιερώματα εκπαιδευτικών περιοδικών (Πολιτιστική Κίνηση Εκπαιδευτικών Π.Ε., 2001· Σύγχρονη Εκπαίδευση, 2005). 

Μια ιστορική προσέγγιση του παιδικού και νεανικού κινηματογράφου στην Ελλάδα, μετά από έρευνα τριών ετών, που περιλαμβάνει αφίσες, φωτογραφίες, προγράμματα και άλλα ντοκουμέντα από το Νεανικό Πλάνο (Θεοδοσίου & Σπύρου, 2001), οι αναφορές μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα στις αντιλήψεις που εμφανίζονται στις ελληνικές κωμωδίες για την παιδική και νεανική ηλικία στο βιβλίο Οι νέοι στις κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου 1948-1974 (Δελβερούδη, 2004) και ένας συλλογικός τόμος σχετικά με την αναπαράσταση των παιδιών στον ελληνικό κινηματογράφο (Θεοδώρου, Μουμουλίδου & Οικονομίδου, 2006) είναι οι μοναδικές προσπάθειες μιας μελέτης σε βάθος της σχέσης των παιδιών με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα. 

Επιπλέον, κάποια προγράμματα οπτικοακουστικής παιδείας περιλαμβάνουν δημοσιευσεις/εκπαιδευτικά δελτία, σχετικά με την εκπαίδευση στον κινηματογράφο στην Ελλάδα.

➤  Lou Andreas Salomé 1861 – 1937
➤  It's easy to say but hard to do
➤  I'm a modern woman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου