Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Μάριος Χάκκας - Ένας αγνοημένος φιλέλληνας

Πεζογράφος και ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους του 20ου αιώνα.

Ο Μάριος Χάκκας ήταν πεζογράφος και ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς, που διακρίθηκε κυρίως ως διηγηματογράφος. Παρά τον σύντομο βίο του, άφησε ένα πρωτότυπο έργο με βιωματικό χαρακτήρα και εξομολογητική διάθεση, που τον κατατάσσει στους σημαντικότερους έλληνες διηγηματογράφους του 20ου αιώνα.

Ο Ευθύμιος - Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας. Ήταν ο δεύτερος γιος του οδηγού Γεωργίου Χάκκα και της Σταυρούλας Καρατσαλή. Σε ηλικία τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην προσφυγομάνα και φτωχομάνα Καισαριανή, η οποία με το τραυματικό μικρασιατικό παρελθόν της και με νωπές τις μνήμες της Κατοχής και των «Δεκεμβριανών» διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του.

Μετά την ολοκλήρωση των δευτεροβάθμιών σπουδών του, φοίτησε στη Σχολή Σαμαρειτών (νοσοκόμων) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και το 1950 προσέφερε τις υπηρεσίες του στις φυλακές πολιτικών κρατουμένων στη Γυάρο. Τον επόμενο χρόνο έδωσε εξετάσεις στον νεοσύστατο τότε ΟΤΕ, αλλά, παρότι πέτυχε στον διαγωνισμό, δεν προσελήφθη λόγω κοινωνικών φρονημάτων, καθώς είχε συνδεθεί με αριστερές πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες της Καισαριανής και του Βύρωνα.

Το 1952 εντάχθηκε στην ΕΔΑ και συμμετείχε στην ίδρυση του εκπολιτιστικού συλλόγου «Φιλοπροοδευτική Ένωση Νέων Καισαριανής». Άρχισε να φοιτά στην Πάντειο, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, λόγω της πολιτικής του δράσης, αλλά και της πολιτικής του δίωξης και φυλάκισης. Στις 30 Απριλίου 1954 συνελήφθη και με βάση τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών» καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών. Εξέτισε ολόκληρη την ποινή του στις φυλακές της Καλαμάτας και της Αίγινας.

Αποφυλακίστηκε στις 30 Απριλίου 1958 και στις 13 Ιουλίου του ίδιου έτους κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία ως στρατιώτης γ τάξεως (μουλαράς). Αποστρατεύτηκε τον Μάιο του 1960 και αμέσως μετά εργάστηκε ως πλασιέ σε βιοτεχνία πλαστικών. Τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Μαρίκα Κουζινοπούλου και μετακόμισε στον γειτονικό Βύρωνα. Η πολιτική και πολιτιστική του δράση στην Καισαριανή επιβραβεύτηκε με την εκλογή του ως δημοτικού συμβούλου το 1964.

Συγγραφικό έργο και αναγνώριση

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε επισήμως το 1965 με την ποιητική συλλογή «Όμορφο Καλοκαίρι», την οποία τύπωσε με δικά του έξοδα. Το 1966 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Τυφεκιοφόρος του Εχθρού», πολλά από τα οποία είχε γράψει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Με το έργο του αυτό αναγνωρίστηκε από την κριτική ως ένας από τους σημαντικούς και αυθεντικούς πεζογράφους της γενιάς του. Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε μία επιχείρηση κατασκευής διακοσμητικών ειδών που συνέβαλε στη βελτίωση των οικονομικών του. Μέσα στο 1966 οι σχέσεις του με την ΕΔΑ, που ήταν προβληματικές από τα προηγούμενα χρόνια, διακόπηκαν οριστικά. Μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, συνελήφθη και κρατήθηκε για περίπου ένα μήνα στο αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου.

Το καλοκαίρι του 1969 η μοίρα φάνηκε σκληρή μαζί του. Προσβλήθηκε από καρκίνο στα νεφρά και τα επόμενα χρόνια κύλησαν βασανιστικά γι’ αυτόν. Ο καρκίνος εξελίχθηκε σε μεταστατικό και παρότι μετέβη στο εξωτερικό για θεραπεία, η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Το προδιαγεγραμμένο τέλος του δεν το εμπόδισε να γράφει ασταμάτητα. Τον Απρίλιο του 1970 ο Θανάσης Παπαγεωργίου ανέβασε το θεατρικό του έργο «Ενοχή» και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου εξέδωσε το βιβλίο του «Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες», στο οποίο κυριαρχεί η πολιτικοκοινωνική κριτική του.

Ο Μάριος Χάκκας πέθανε στις 5 Ιουλίου 1972, σε ηλικία 41 ετών, χωρίς να προλάβει να δει τυπωμένο το στερνό του έργο «Το Κοινόβιο», μία σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων που έγραψε έχοντας την εμπειρία της αρρώστιας του και τον επικείμενο θάνατό του.

Ένας αγνοημένος φιλέλληνας

Ο μέγας Ιεροεξεταστής, ήταν ένας απλός ταγματάρχης. Περιοδεύοντας από τάγμα σε τάγμα, τον παραστέκανε δυο νεαροί λοχαγοί, πλαισιωμένοι κι αυτοί, δεξιά από τον κάθε φορά αλφαδύο άξιωματικό της μονάδας, αριστερά από το βοηθό υπαξιωματικό του ίδιου γραφείου. Και οι πέντε μαζί αποτελοϋσαν την επιτροπή ηθικής αγωγής, ένα ανώτερο δικαστήριο ψυχών, πενταμελές εφετείο με κατασταλαγμένες απόψεις, τελεσίδικες σκέψεις για το τί είναι εθνικώς επιζήμιο.
Για αίθουσα δικαστηρίου χρησίμευε το καψιμί, ένα λαμαρινένιο τούνελ που ανεμπόδιστα το διαπερνούσε ο βαρδάρης απ’ όλες τις μπάντες, συμβάλλοντας σ’ εκείνη την παγωμένη ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε τέτοιους επίσημους χώρους. Στην απαιτούμενη επισημότητα συνέτεινε και η γύμνια του καψιμί. Όλα τα ψυχαγωγικά όργανα, τράπουλες, ξεμερντισμένα ποδοσφαιράκια και τάβλι, είχαν εξαφανιστεί μαζί με τα λιγοστά τραπεζάκια και τις σαραβαλιασμένες καρέκλες, αφήνοντας ελεύθερο χώρο για μια διμοιρία εφ’ ενός ζυγού. — «Κλείνατ’- έπί - δεξιάααα» — πρόσωπο προς τό πιτσικαρισμένο πιγκ πογκ, όπου ήταν η έδρα της επιτροπής ηθικής αγωγής μ’ απλωμένα όλα τα σχετικά έγγραφά της.
— «Ημι - ανάπαυση», κι οι φαντάροι βλέποντας κατευθείαν εμπρός πάνω στα τσίγκια, ακριβώς πίσω από του ταγματάρχη την πλάτη, ξεχώριζαν κρεμασμένη μια
ζωγραφιά, κάτι σαν εικόνισμα του Άη Γιώργη, ένα παράξενο κατακόκκινο τέρας με πολλές κεφαλές, κι άλλους τόσους πλοκάμους, ανάμεσα χταπόδι και φίδι. Ένας στρατιώτης με επίσημη σιδερωμένη στολή, στρογγυλά ροδοκόκκινα μάγουλα και τρισευτυχισμένο γελάκι, λόγχιζε το απαίσιο τέρας. Κι από κάτω ένα σύνθημα: «Χτυπάτε τον κομμουνισμό, όπου τον βρείτε».
Η επιτροπή είχε κάνει συστηματικά τη δουλειά της. Έγκαιρα είχε στείλει τις ερωτοαποκρίσεις για να γίνει διδασκαλία μες στις μονάδες. Το ερωτηματολόγιο ήταν απλό και οι απαντήσεις απλούστερες, τις περισσότερες φορές μόνο μια λέξη. Παραδείγματος χάριν: Κεφάλαιο πρώτο: ’Αρχαία Ελληνική Ιστορία. Ερώτηση πρώτη: Ήταν Έλληνας ή Βούλγαρος ο Μέγας Αλέξανδρος; Και δίπλα η απάντηση: Έλληνας.
Ένα μήνα πιο πριν όλα τα θεωρητικά μαθήματα (τί είναι στρατός, τί πειθαρχία, εκμάθηση προσευχής, εκμάθηση όρκου) σταμάτησαν και στη θέση τους μπήκε το ερωτηματολόγιο ηθικής αγωγής, έτσι που να ξεσκονιστεί και να μπορεί ο κάθε στρατιώτης ν’ απαντήσει σωστά.
— Προσέξτε, έλεγε ο δόκιμος της διμοιρίας ημιονηγών. Έχει σημασία. Όποιος ερωτηθεί ν’ απαντήσει με μια μόνο λέξη. «Έλληνας ή Βούλγαρος;», η απάντηση «Έλληνας», έχει σημασία. Αν πάλι η ερώτηση γίνει ανάποδα, πράγμα κάπως αδύνατον, «Βούλγαρος ή Έλληνας;», εσείς δε θα πείτε το πρώτο. Έχει σημασία. θα πείτε το δεύτερο: «Έλληνας». Προσέξτε, αν κάνετε λάθος, τότε θα κακοβαθμολογήσουν τό τάγμα, ο διοικητής θα κατσαδιάσει το λοχαγό και κείνος πάλι θα ξεσπάσει επάνω σας. Έχει σημασία, θα σας κόψει τις άδειες. Ξέρετε πόσο καλός είναι ο λοχαγός. Αλλά αν κάποιος ημιονηγός τον εκθέσει με μια λαθεμένη απάντηση, τότε όλα στη διμοιρία θ’ αλλάξουνε. Θα σας φλομώσει στο πειθαρχείο, κακόμοιρα.
— Προσέξτε. Κεφάλαιο τέταρτο. Θεωρητικός τομέας. Ερώτηση πρώτη: «Ποιοί είναι οι σύμμαχοι των Βουλγάρων;» Απάντηση: «Οι κομμουνισταί». Εδώ, αν κάποιος κομπιάσει ή ξεχάσει, να πεταχτεί κάποιος άλλος αμέσως. Κι εκείνος που θα κομπιάσει, ακούγοντάς το από τον άλλο, να το επαναλάβει αμέσως. Έχει σημασία. Εξηγούμεθα, για να μην παρεξηγούμεθα· έτσι;
Όσο κι αν για το δόκιμο το «έχει σημασία» ήταν ένα είδος λάιτ μοτίβ για να γλιστράει η κουβέντα του, για τον Πολυχρόνη είχε την εννοιολογική σημασία του. Καταλάβαινε πως αφού εδώ κι ένα μήνα δίνονταν συνεχώς εξηγήσεις, δε θα ήταν εύκολο να γλιτώσει τις παρεξηγήσεις όταν θάρχονταν ή κρίσιμη ώρα, αυτός ο Πολυχρόνης που ήταν τρίτης κατηγορίας στρατιώτης, μουλαράς λόγω πολιτικών φρονημάτων κι όχι λόγω πολιτικού επαγγέλματος.
Το πρωί της κρίσιμης μέρας πάσχισε να μπει σταυλοφύλακας, αλλά εκείνος που φύλαγε νούμερο ούτε με μια κούτα τσιγάρα δεν άλλαζε την κοπριά με το καψό
της μονάδας.
— Δεν τρέχει τίποτα μάγγα, του είπε κι έκλεισε με σημασία το μάτι.
Πήγε για θαλαμοφύλακας. Κι εκεί συνάντησε άρνηση. Είπε να πλύνει τ’ αποχωρητήρια. Πρόλαβαν άλλοι. Συνεργείο από πέντε φαντάρους ασβέστωνε μέσα
κι έξω τα πάντα.
— Στρίβε, κάποιος του είπε· είμαστε πολλοί εδώ.
Έπρεπε το πρωί να βγει στο γιατρό. Ίσως να την σκαπούλερνε. Απογοητευμένος μπήκε στη γραμμή και ξεκίνησε.
— «Τα ρόδα», πρόσταξε ο δόκιμος. Άρχισαν παράφωνα όλοι μαζί:

Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα
της άνοιξης καμάρι
χάνουν την ομορφάδα τους
στη σκλαβωμένη γη.

Κι έτσι γραμμή μπήκαν στο καψιμί κάνοντας ένα ημικύκλιο φάτσα στην επιτροπή μπροστά στο πιγκ πογκ.
Προαισθάνθηκε ότι αυτή την φορά δεν τη γλίτωνε. Κι ήταν η σειρά του στη διμοιρία να πάρει την άδεια. Μόλις γύριζαν οι άλλοι, θα έβγαινε στην αναφορά να
ζητήσει κανονική εικοσαήμερη άδεια, αυτή την άδεια πού σκεφτότανε μόλις πάτησε στο στρατώνα το πόδι του, αυτή που ονειρευόταν στο κρεβάτι το βράδι, στη
σκοπιά και στο σταύλο 2 - 4 νούμερο.
«Τώρα βρήκαν να ρθούνε; Θα με κουρελιάσουν, οι πούστηδες», σκέφτηκε. Έπειτα τούρθε θαμπά η φιγούρα του αδερφού του πίσω απ’ τα σίδερα, όπως τον είδε την τελευταία φορά στο επισκεπτήριο πριν φύγει φαντάρος. «Θα με κάνουν ρεζίλι, οι κερατάδες», ξανασκέφτηκε έντονα. «Δεν πρέπει να πω ό,τι διατάζουν αυτοί. Αλλά πάλι να χάσω την άδεια. Είκοσι μέρες μακριά από την κοπριά και το σταύλο».
Ένιωσε στα πόδια του μια τρεμούλα ασταμάτητη καθώς ξεχώρισε το χέρι του ταγματάρχη να δείχνει προς τη δική του κατεύθυνση.
— Εσύ, είπε κι έδειχνε το διπλανό του. Ποιοί είναι οι σύμμαχοι των Βουλγάρων;
— «Τί στο διάβολο τρέμουν τα πόδια μου; Με λυμένα τα γόνατα πώς να σταθώ; Πρέπει να σταματήσει αυτή η τρεμούλα, θα το καταλάβουν και θα πέσουν επάνω μου σαν τα κοράκια. Πώς να δείχνει η όψη μου;»
— Έλληνας ή Βούλγαρος; Από πολύ μακριά άκουσε τη φωνή. Από βαθιά, σα μέσα στον ύπνο του, ήρθε η απόκριση:
— Έλληνας!
Ένα κύμα τρεμούλας ανέβαινε πόντο πόντο το στήθος του. Για μια στιγμή ένιωσε να φουντώνει ως το λαιμό του. Αστραπιαία μυρμήγκιασε η πλάτη του.
— Έλληνας, μόλις σαν ψίθυρος άκουσε νάρχεται από το βάθος της αίθουσας πάλι.
— «Να μην πέσω, να μη σωριαστώ τουλάχιστον μπρος στα πόδια τους πριν καν μου υποβάλουν ερώτηση».
Το καψιμί έφερνε βόλτα μπροστά του. Ο ίδιος ένα σκουπίδι που το σήκωνε ξαφνικά ο Βαρδάρης και το πηγαινόφερνε σ’ όλο το τωλ. Ένα μπαλάκι πιγκ πογκ που το χτυπάνε από τη μια μπάντα στην άλλη, που το σφεντονίζουν στέλνοντας πάσα πριν προλάβει να πέσει.
Είπε να στηλώσει κάπου το βλέμμα, να κρατηθεί από κάπου, κάτι στέρεο, τις λαμαρίνες, τα τσίγκια, κι έπεσε η ματιά του στην εικόνα απέναντι, στο φαντάρο που λόγχιζε, στο φαντάρο που θέριευε με προτεταμένη τη λόγχη κατευθείαν επάνω του, που σημάδευε κατευθείαν το στήθος του, μ’ εκείνο το μικρό ύπουλο γέλιο του, που φάρδαινε ολοένα σε ακράτητο σαρδόνιο γέλιο κι ακούγονταν τώρα να σέρνεται πνιχτά μέσα στο τωλ.
— Λέγε, λοιπόν, άκουσε καθαρά τη φωνή του ταγματάρχη κι είδε το χέρι του στραμμένο επάνω του να τον δείχνει εκεί περίπου στο στήθος.
Ένα χάχανο ξεκινούσε μέσα στο τωλ.
— Εσύ, εσύ, δεν ακούς τόσην ώρα; Μαρμάρωσες;
— Έλληνας, είπε με κόπο, χωρίς να σκεφθεί.
Τα χάχανα αξιωματικών και φαντάρων ξεσπάσανε σ’ επίμονο γέλιο.
— Μήπως θέλεις να πεις φιλέλληνας, παιδί μου; ρώτησε καλοσυνάτα ο ταγματάρχης.
— Έλληνας, Έλληνας, επέμενε ο Πολυχρόνης στην τύχη.
— Μα ο Χίτλερ δεν ήταν Έλληνας, είπε διδακτικά ο ταγματάρχης. Ετίμησε βέβαια τον Ελληνικό στρατό στο πρόσωπο των αξιωματικών του, αφήνοντάς τους να κατέβουν από το μέτωπο στα σπίτια τους με τον ατομικό οπλισμό τους. Αλλά αυτό δε σημαίνει πώς ήτανε Έλληνας· ίσως φιλέλληνας.
— Έλληνας, ξαναφώναξε ο Πολυχρόνης με πείσμα. ΕΛ - ΛΗ - ΝΑΣ, ξεσπώντας, μ’ ένα γέλιο ακράτητο, ενώ στο τωλ απλωνόταν τώρα παγερή σιωπή. Έλληνας, βροντοφώναξε, χωρίς να νοιάζεται πως είναι φαντάρος, ούτε πως βρίσκεται μπροστά στην επιτροπή ηθικής αγωγής, στο διοικητή που θα του έδινε άδεια, στο λοχαγό του πού έτριζε τα δόντια, μπροστά στον αξιωματικό αλφαδύο, που έσφιχνε νευρικά τις γροθιές του.
— Έλληνας! ξαναούρλιαξε. Ήμουνα παιδί τότε, θυμάμαι τον αδερφό μου πρησμένον.
— Σταματείστε τον, διέταξε ο ταγματάρχης.
— Τρώγαμε κάθε βράδι ένα φλυτζάνι σταφίδα και κοιμόμασταν.
— Σταματείστε τον, βγάλτε τον έξω, βρυχήθηκε ο ταγματάρχης.
Δυο αλφαμίτες χύθηκαν πάνω του και τον τραβούσανε καροτσάκι στην έξοδο. Ο Πολυχρόνης σέρνονταν πάνω στο τσιμέντο και φώναζε:
—Τη μέρα τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Κουκουτσάλευρο, χαρουπάλευρο, θαλασσοβρεγμένο. Τριάντα δράμια μπομπότα μέρα παρά μέρα, μισή μέρα ουρά κι ένα τάγμα ψείρες.
Έφαγε μια γερή στ’ αχαμνά του και τούρθε ζαλάδα. Έπειτα μια σπρωξιά καί βρέθηκε ο μισός έξω απ’ την πόρτα. Έγυρε το κεφάλι και θολά είδε τον ταγματάρχη. Πρόλαβε και του πέταξε πριν κλείσει η πόρτα:
— Ελληνας σαν και σας, όχι φιλέλληνας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου