Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποίησης – μια νέα τυπολογία της λογοτεχνίας

Αυτός που ενστερνίζεται τον Χέρντερ εντάσσοντας τα λογοτεχνικά είδη σ’ ένα φιλοσοφικό πλαίσιο είναι ο Σίλλερ (Friedrich Schiller, 1759-1805). Επηρεασμένος από τον Καντ, στο Περί αφελούς και συναισθηματικής ποίησης (1795), ο Σίλλερ δεν στρέφεται ευθέως εναντίον του κλασικισμού αλλά δημιουργεί μια τυπολογία της λογοτεχνίας εντελώς διαφορετική.

Διαχωρίζει την ποίηση σε δύο μεγάλες κατηγορίες με βάση την αίσθηση (Empfindungsweise) που αποτυπώνεται σε αυτές και όχι τη μορφή ή το περιεχόμενο. Έτσι, η αφελής ποίηση είναι η ποίηση που είναι φύση, που χαρακτηρίζεται από παιδικότητα, απλότητα, χάρη, βαθύτητα σκέψης· ενώ η συναισθηματική ποίηση είναι η ποίηση που είναι τέχνη, είναι δηλαδή αποτέλεσμα τεχνικής:

«Από την αφελή σκέψη απορρέει αναγκαία μια αφελής έκφραση τόσο στα λόγια όσο και στις κινήσεις, η οποία είναι το σπουδαιότερο συστατικό της χάρης. Με την αφελή τούτη χάρη η ιδιοφυΐα εκφράζει τις εξοχότερες και βαθύτερες σκέψεις της, πού είναι θεία αποφθέγματα από το στόμα ενός παιδιού. Ενώ ο σχολαστικισμός, τρέμοντας αδιάκοπα μην κάνει κάποιο λάθος, καρφώνει τα λόγια και τις έννοιές του στο σταυρό της γραμματικής και της λογικής, είναι σκληρός και άκαμπτος, μην τυχόν και είναι ασαφής, λέει πολλά, θέλοντας να αποφύγει τα πολλά και αφαιρεί τη δύναμη και την οξυδέρκεια από τη σκέψη, μήπως και η σκέψη κόψει τον απρόσεχτο –η ιδιοφυΐα δίνει στη δική της σκέψη με μια και μόνη πινελιά περίγραμμα για πάντα καθορισμένο, στέρεο κι ωστόσο ελεύθερο» (Schiller, 27).

Από το απόσπασμα καθίσταται προφανές ότι ο διαχωρισμός αυτός της ποίησης σε δύο μεγάλες κατηγορίες στηρίζεται εν πολλοίς στην έννοια της ιδιοφυΐας. Η αφελής ποίηση είναι προϊόν της ιδιοφυΐας, ενώ η συναισθηματική της μη ιδιοφυΐας. Άλλωστε, ο Σίλλερ δηλώνει κατηγορηματικά

«Αφελής πρέπει να ’ναι κάθε αληθινή ιδιοφυΐα, αλλιώς δεν είναι ιδιοφυΐα. Μόνο η αφέλεια την κάνει ιδιοφυΐα, και αυτό που είναι από διανοητική και αισθητική άποψη δεν μπορεί να το αρνηθεί από άποψη ηθική. Αγνοώντας τους κανόνες, αυτά τα δεκανίκια της αδυναμίας και τους δεσμοφύλακες της διαστροφής, οδηγημένη μοναχά από τη φύση ή το ένστικτο, τον φύλακα άγγελό της, βαδίζει ήσυχα και σίγουρα μέσ’ απ’ όλες τις παγίδες του κακού γούστου, στις οποίες μπλέκεται αναπόδραστα η μη ιδιοφυΐα, αν δεν έχει τη σύνεση να μην τις ζυγώσει καθόλου» (Schiller, 24). Αν λοιπόν οι
κανόνες (και οι κανονιστικές ποιητικές) είναι «δεσμοφύλακες της διαστροφής» και «δεκανίκια της αδυναμίας», η ιδιοφυΐα και το έργο της δεν υπερέχουν μόνο αισθητικά και διανοητικά, αλλά και ηθικά.

Και αυτό το ηθικό πλεονέκτημα, μαζί βέβαια με το διανοητικό και το αισθητικό, είναι που επιτρέπουν, σύμφωνα με τον Σίλλερ, στην ιδιοφυΐα να εξυψώνει το πραγματικό στο ιδεώδες. Η ιδέα και ο κόσμος των ιδεών (δεν είναι ο πλατωνικός κόσμος των Ιδεών, μολονότι τον θυμίζει) καθίστανται με αυτόν τον τρόπο τα μόνα άξια προς μίμηση αντικείμενα της λογοτεχνίας. Από αυτή την άποψη, εξυψώνοντας την ιδιοφυΐα, ο Σίλλερ υπογραμμίζει κατά κύριο λόγο την ηθική διάσταση της αισθητικής εμπειρίας.

Ωστόσο, ο Σίλλερ όχι μόνο διαχωρίζει την αφελή από την συναισθηματική ποίηση, τις ιδιοφυΐες από τις μη ιδιοφυΐες, αλλά αντιμετωπίζει αυτήν την κατηγοριοποίηση και ιστορικά.

Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ένα με τη φύση, ενώ οι σύγχρονοι όχι. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όντας [ο αρχαίος Έλληνας] σε συμφωνία με τον εαυτό του κι ευτυχής στο αίσθημα της ανθρωπιάς του, παρέμενε προσκολλημένος σε τούτη ως αρχή του και προσπαθούσε όλα τ’ άλλα να τα φέρει κοντά σ’ αυτήν, ενώ εμείς δεν βρισκόμαστε σε συμφωνία με τον εαυτό μας κι έχοντας κακοτυχίσει στις εμπειρίες μας με την ανθρωπότητα, δεν έχουμε ανάγκη πιο πιεστική παρά να φύγουμε από μέσα της και να πάψουμε πια να βλέπουμε μια τόσο κακοχυμένη φόρμα.

Το αίσθημα, για το οποίο μιλάμε εδώ, δεν είναι λοιπόν εκείνο που είχαν οι αρχαίοι· μάλλον ταυτίζεται με εκείνο που έχουμε εμείς για τους αρχαίους. Εκείνοι ένιωθαν φυσικά· εμείς νιώθουμε το φυσικό. Αναμφίβολα ήταν ολότελα διαφορετικό το αίσθημα που γιόμιζε την ψυχή του Ομήρου, όταν περιέγραφε πώς ο θείος χοιροβοσκός περιποιούνταν τον Οδυσσέα, από εκείνο που κινούσε την ψυχή του νεαρού Βέρθερου, όταν διάβαζε τούτη τη ραψωδία ύστερα από μια βαρετή συντροφιά. Το δικό μας αίσθημα για τη φύση μοιάζει με το αίσθημα του αρρώστου για την υγεία» (Schiller, 36).

Στον γερμανικό κλασικισμό, μια εποχή που σφραγίστηκε από τη φιλία του Γκαίτε με τον Σίλλερ, η ελληνική Αρχαιότητα αναγορεύεται ως το ιδανικό παρελθόν του γερμανικού πολιτισμού και της γερμανικής λογοτεχνίας, και τροφοδοτεί τη στροφή σε κλασικές φόρμες, σε αρχαία μοτίβα και μύθους, προσφέροντας συγχρόνως μια νέα κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών ειδών, που διατηρεί την ισχύ της ώς σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου