Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Το διήγημα

Η σύντομη γραφή τόσο σε έμμετρο (επίγραμμα, επύλιο, ρήση, αφορισμός) όσο και σε πεζό λόγο έχει αναδείξει πολλές μορφές και είδη στη λογοτεχνική ιστορία, με κοινό χαρακτηριστικό όλων τη σημασιολογική πυκνότητα του περιεχομένου και την ιδιαίτερη επεξεργασία της μορφής. Η σύντομη αφήγηση είναι εξάλλου μία από τις πιο παλιές και πιο διαδεδομένες λογοτεχνικές μορφές και ορισμένα προγενέστερα αφηγηματικά είδη του σύγχρονου διηγήματος είναι ο μύθος, η ιστορία, το παραμύθι, ακόμη και το απόσπασμα.

Μια πρώτη, πρώιμη φάση διηγήματος μπορεί να θεωρηθεί «η τεχνική της πλαισιωτικής ιστορίας (frame-story)» (Abrams, 92) στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου, οι Ιστορίες του Καντέρμπουρι του Chaucer, αλλά και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες.

Η ποιητική και η αισθητική της brevitas προβάλλεται τον 19ο αιώνα με το υβριδικό είδος του πεζού ποιήματος, και θα μπορούσαμε να πούμε πως το ποιητικό της μανιφέστο συμπυκνώνεται στη ρήση του Καλλίμαχου «Μέγα βιβλίον, μέγα κακόν».

Εμφανίζονται όμως και παγιώνονται και άλλες σύντομες μορφές γραφής όπως το διήγημα, το οποίο πιθανότατα απορρέει από την αισθητική επανάσταση του Ρομαντισμού και τον προσανατολισμό της προς την αποσπασματικότητα και τον θρυμματισμό της ενότητας, ενάντια σε κάθε είδους ιδεαλιστική σύνθεση και ολότητα.

Η ελλειπτική, σύντομη μορφή του διηγήματος ως σύντομου κειμένου, ως μικροκειμένου, είναι άμεσα συνυφασμένη με τη λογική του αποσπάσματος, που «αποτελεί αποδοχή και άρνηση συγχρόνως της ολότητος» (Ροζάνης, 59) και φαντάζει «σαν μια μικρογραφία έργου τέχνης [που] πρέπει να είναι πλήρως απομονωμένο από τον περιβάλλοντα κόσμο και να είναι πλήρες εν εαυτώ όπως ένας σκαντζόχοιρος» (Schlegel στο Ροζάνης, 60). Επίσης, λόγω της εμφάνισής του ως «πλήρως ανεπτυγμένου είδους», το διήγημα θεωρείται η «ρομαντική μορφή του πεζού λόγου» (Reid, 44).

Κάθε είδος αφήγησης που είναι πιο σύντομη από το μυθιστόρημα ορίζεται ως διήγημα, μολονότι η συντομία είναι ένας αμφιλεγόμενος τρόπος προσδιορισμού τόσο των σύντομων πεζογραφημάτων όπως αυτά που καταλαμβάνουν 1-2 σελίδες, όσο και αυτών που έχουν «ενδιάμεσο μέγεθος ανάμεσα στη συντομία του διηγήματος και στην έκταση του μυθιστορήματος» και ενίοτε επισημαίνονται με τον ιταλικό όρο νουβέλα (Abrams, 91).

Ο γενικός προσδιορισμός του διηγήματος είναι «ένα σύντομο μυθοπλαστικό έργο γραμμένο σε πρόζα, και οι περισσότεροι όροι που χρησιμοποιούμε για να αναλύσουμε τα συστατικά στοιχεία, τα είδη και τις διάφορες αφηγηματικές τεχνικές του μυθιστορήματος ισχύουν εξίσου και για το διήγημα» (Abrams, 89).

Τον 19ο αιώνα το σύντομο αυτό πεζογράφημα ανθίζει ιδιαίτερα στη Γαλλία, και μάλιστα οι δύο όροι στα γαλλικά, conte (διήγημα) και nouvelle χρησιμοποιούνται αδιάκριτα από πολλούς συγγραφείς.

Η διάκριση αρχίζει να διαφαίνεται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η λέξη conte θεωρείται «συμπυκνωμένη αφήγηση, μ’ ένα κύριο επεισόδιο» και η nouvelle «περισσότερο σύνθεση και αποτελούμενη από διάφορες σκηνές» (George στο Reid, 24).

H απροσδιοριστία, η σύγχυση και οι επικαλύψεις των όρων παραμένουν σε πολλές γλώσσες και το σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να βασιστούμε ούτε στο κριτήριο αυτής καθαυτής της λεξοαρίθμησης ούτε στο κριτήριο της διαφοροποίησης σε σχέση με το μυθιστόρημα.

Το διήγημα: η φωτογραφική αποτύπωση της πραγματικότητας

Μικρά και μεγάλα διηγήματα αναδύονται στον ευρωπαϊκό χώρο του 19ου αιώνα και «μια από τις κύριες δυνάμεις που οδήγησαν το διήγημα του 19ου αιώνα στην εξέχουσα θέση που κατέλαβε» είναι η «ώθηση του ρομαντισμού» (Reid, 45). Στην ανάδειξη και παγίωσή του συνέβαλε καίρια η μεγάλη ζήτηση για σύντομες αφηγηματικές μορφές από πολλά περιοδικά ποικίλης ύλης, τα οποία δημοσίευαν τα πεζογραφήματα αυτά είτε σε συνέχειες (τα μεγάλα διηγήματα) είτε σε αυτοτελή μορφή (τα σύντομα).

Ιδιαίτερη διάδοση γνωρίζει το είδος από τα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στις θεωρίες του ρεαλισμού και του νατουραλισμού περί φωτογραφικής αποτύπωσης της πραγματικότητας και αλληλεπίδρασης ατόμου/περιβάλλοντος.

Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι διηγήματα του Ζολά (Émile Zola, 1840-1902) όχι μόνο δημοσιεύονται στον γαλλικό Τύπο αλλά στέλνονται και στο ρωσικό φιλελεύθερο περιοδικό της τσαρικής αυτοκρατορίας Le Messager de l’Europe (Ο Απεσταλμένος της Ευρώπης) την περίοδο 1875-80, και μάλιστα το διήγημα/νουβέλα Ο θάνατος του Ολιβιέ Μπεκάιγ (La mort d’Olivier Bécaille) δημοσιεύεται για πρώτη φορά πρώτα στο εν λόγω ρωσικό περιοδικό και μετά στο γαλλικό Le Voltaire (Mitterand, 38).

Ας διαβάσουμε όμως το παρακάτω χιουμοριστικό σύντομο διήγημα (short story) του ρεαλιστή
Τσέχωφ (Anton Tschechow, (1860-1904) με τον τίτλο Περί θνητότητας: μια διασκεδαστική ιστορία:

Ο δικαστικός σύμβουλος Σεμιόν Πέτροβιτς Ποντίκιν κάθισε στο τραπέζι, άπλωσε μια πετσέτα στο στήθος του και, τρέμοντας από ανυπομονησία, περίμενε τη στιγμή που θα εμφανίζονταν οι τυλιγμένες με τυρί κρέπες. Μπροστά του, θαρρείς μπροστά από στρατηγό που επιθεωρούσε ένα πεδίο μάχης, ξεδιπλωνόταν η θέα: μπουκάλια, σειρές επί σειρών, παρατεταγμένα από τη μέση του τραπεζιού ως την άκρη του – τρεις τύποι βότκας, μπράντι του Κιέβου, Σατώ Λα Ροζ, κρασί του Ρήνου, κι ακόμα, ένα κοιλαράδικο φλασκί με μοναστηριακή Βενεδικτίνη. Γύρω από τα ποτά, συνωστίζονταν πιάτα με ρέγκες, σαρδέλες σε καυτερή σάλτσα, ξινή σάλτσα, χαβιάρι (τρία ρούβλια και σαράντα καπίκια η λίβρα), φρέσκος σολωμός, και λοιπά.

Το βλέμμα του Ποντίκιν διέτρεξε λαίμαργα τα πιάτα με τα φαγητά. Η ματιά του έλιωνε σα βούτυρο· το πρόσωπό του ξεχείλιζε από επιθυμία. Στράφηκε συνοφρυωμένος στη σύζυγό του.
«Γιατί αργεί τόσο πολύ; Κάτια!» φώναξε τη μαγείρισσα. «Βιάσου!»
Επιτέλους, η μαγείρισσα κατέφθασε με τις κρέπες. Ο Ποντίκιν, με κίνδυνο να κάψει τα δάχτυλά του, άρπαξε δύο από τις πιο ζεστές, από την κορυφή του σωρού, και τις πέταξε άτσαλα μέσα στο πιάτο του με ηδονή. Οι κρέπες ήταν τραγανιστές, δαντελωτές, και τόσο στρογγυλές και παχουλές, όσο οι ώμοι μιας θυγατέρας εμπόρου. Ο Ποντίκιν χαμογέλασε πρόσχαρα, έκανε χικ! με απόλαυση και περιέλουσε τις κρέπες με ζεστό βούτυρο. Μετά, σαν για τυραννήσει την όρεξή του, απολαμβάνοντας την προσδοκία, αργά, καθυστερώντας, τις φόρτωσε με χαβιάρι. Μετά, έριξε ξινή κρέμα στα κενά σημεία που είχε αφήσει το χαβιάρι. Τώρα, το μόνο που έμενε ήταν να φάει, σωστά; Όχι!
Λάθος! Επιθεωρώντας τη δημιουργία του, ο Ποντίκιν δεν ένιωσε αρκετά ικανοποιημένος. Μετά από σκέψη ενός λεπτού, τοποθέτησε, ως επιστέγασμα, το πιο λιπαρό κομμάτι σολωμού που μπορούσε να βρει, μια ρέγκα και μια σαρδέλα· ύστερα, ανίκανος πια να κρατηθεί, τρέμοντας από ευχαρίστηση και βαριανασαίνοντας, τύλιξε σε ρολό τις δυο κρέπες, κατέβασε μια γουλιά βότκα, άνοιξε το στόμα – και έπαθε αποπληξία. (Τσέχωφ, 160-161)

Το πεζογράφημα ανήκει στα νεανικά διηγήματα του Τσέχωφ, τα οποία γράφτηκαν τη δεκαετία του 1880 και χαρακτηρίζονται για την κοινότυπη θεματική τους αλλά και για τη μεγάλη επιτυχία που είχαν στο ρωσικό κοινό της εποχής. Με καθαρά ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, το παραπάνω αφήγημα, διακρίνεται για τον «αντιαισθηματικά δηκτικό» τρόπο και τη λεπτή ισορροπία του μεταξύ κωμικού και τραγικού στοιχείου (Reid, 79).

Θεμελιακό χαρακτηριστικό του τσεχωφικού διηγήματος είναι η ιδιαίτερα προσεγμένη, διαυγής πλοκή του και η απρόσμενη λύση με έντονα στοιχεία ανατροπής στο τέλος (Šklovskij, 81).

Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιόμαστε ποιες είναι οι δομικές ιδιότητες του σύντομου διηγήματος και σε τι ακριβώς διαφοροποιείται από τα εξόφθαλμα στοιχεία του μάκρους και της πληρότητας του μυθιστορήματος, το οποίο έχει αρχή, μέση και τέλος. Το 1842, μελετώντας τα πεζογραφήματα του Ναθάνιελ Χώθορν (Nathaniel Hawthorne, 1804-1864) με τίτλο Twice-Told Tales (Διπλοειπωμένες ιστορίες), o Πόε (Edgar Allan Poe, 1809-1849) είναι ο πρώτος που προσδιορίζει τα γνωρίσματα αυτού του ξεχωριστού είδους του σύντομου διηγήματος.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά «στο πλεονέκτημα της ολότητας» έναντι του μυθιστορήματος και στην πραγματική ενότητα του διηγήματος, το οποίο πρέπει να προκαλεί «μία και μόνη εντύπωση»˙ αυτό σημαίνει ότι σύντομα διηγήματα μπορεί να γράψει μόνο ένας ικανός, ιδιοφυής συγγραφέας, που αφήνει κατά μέρος οτιδήποτε περιττό, εστιάζει στη μορφική ενότητα και «αρχίζει να εφευρίσκει ανάλογα συμβάντα, μετά τα συνδυάζει και τα επεξεργάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να τον εξυπηρετούν καλύτερα στην εδραίωση της προκαθορισμένης εντύπωσης» (Poe, 57).

Σχέδιο ολοκληρωμένο στο έπακρο, ενιαία εντύπωση, ελεγχόμενη πλοκή και οικονομία
εκφραστικών μέσων είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του σύντομου διηγήματος, τα οποία αναδύονται από την περιγραφή του Poe.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου