Μία από τις τεχνικές που ανέπτυξε ο σουρεαλισμός είναι η αυτόματη γραφή. Στο παρακάτω απόσπασμα, ένας από τους πρωτεργάτες του σουρεαλισμού, ο Πωλ Ελυάρ, αναφέρεται στη ρήξη της ποίησης με την αστική παράδοση και εξηγεί τη διαφορά ανάμεσα στην αυτόματη γραφή και την καταγραφή των ονείρων.
Στην κοινωνία σήμερα τα πάντα, στο κάθε βήμα μας, ορθώνονται για να μας ταπεινώσουν, να μας ανακόψουν την πορεία, να μας γυρίσουν πίσω. Όμως εμείς δεν λησμονάμε ούτε στιγμή ότι αυτό συμβαίνει γιατί εκπροσωπούμε το κακό, το κακό όπως το εννοούσε ο Ένγκελς· κι αυτό, γιατί μ’ όλους τους όμοιούς μας αγωνιζόμαστε κι εμείς να γκρεμίσουμε την αστική τάξη, και μαζί μ’ αυτήν όλα της τα “καλά και άγια”.
Αυτά τα “καλά και άγια”, υπόδουλα στις ιδέες της ιδιοκτησίας, της οικογένειας, της πατρίδας, τα πολεμάμε όλα μαζί. Όσοι είναι άξιοι να λέγονται ποιητές, αρνιούνται να γίνουν θύματα της εκμετάλλευσης, καθώς και οι προλετάριοι.
Η αληθινή ποίηση υπάρχει μέσα στο κάθε τι που μένει ασυμβίβαστο μ’ αυτήν την ηθική, που για να διατηρήσει την τάξη και το κύρος της άλλο δεν κάνει απ’ το να χτίζει τράπεζες, στρατώνες, φυλακές, εκκλησίες και μπορντέλα. Η αληθινή ποίηση υπάρχει μέσα στο κάθε τι που απελευθερώνει τον άνθρωπο απ’ αυτά τα ολέθρια αγαθά… Εδώ κι εκατό χρόνια οι ποιητές κατέβηκαν από τα ύψη που θεωρούσαν κατοικία τους. Βγήκαν στους δρόμους, προπηλάκισαν τους δασκάλους τους, δεν έχουν πια θεούς, τολμάνε να φιλούν την ομορφιά και τον έρωτα στο στόμα, μάθανε τα τραγούδια που τραγουδάει το άμοιρο πλήθος όταν ξεσηκώνεται και, δίχως να λιποψυχούν, προσπαθούν να του μάθουν τα δικά τους.
[…] Δεν επινοώ τις λέξεις. Όμως επινοώ αντικείμενα, πρόσωπα, γεγονότα: οι αισθήσεις μου είναι σε θέση να τα συλλάβουν. Δημιουργώ μέσα μου αισθήματα. Με κάνουν να υποφέρω ή να ’μαι ευτυχής. Άλλοτε πάλι μ› αφήνουν αδιάφορο. Τα ανακαλώ στη μνήμη, αλλά τυχαίνει και να τα προνοώ. Τώρα αν θα ’πρεπε να αμφιβάλω γι’ αυτή την πραγματικότητα, δεν θα μπορούσα να ’μαι βέβαιος πια για τίποτε, ούτε για τη ζωή, ούτε για τον έρωτα, ούτε για το θάνατο. Όλα θα μου φαίνονταν παράξενα. Η λογική μου δεν μπορεί να αρνηθεί τη μαρτυρία των αισθήσεών μου. Το αντικείμενο των πόθων μου είναι πάντα πραγματικό, αισθητό.
Η αφήγηση του ονείρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ποίημα. Και τα δύο τους είναι ζωντανή πραγματικότητα, όμως το πρώτο είναι ανάμνηση, παρευθύς παλιωμένη, αλλοιωμένη, εφήμερη, ενώ απ’ το δεύτερο τίποτε δε χάνεται κι ούτε αλλάζει.
Το ποίημα ακινητοποιεί τον κόσμο για ν’ αφήσει το πεδίο δράσης ελεύθερο στον άνθρωπο. Του επιτρέπει να βλέπει αλλιώς, άλλα πράγματα. Η παλιά του όραση νεκρώνεται ή διαψεύδεται. Ανακαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, γίνεται καινούριος άνθρωπος.
Φτάσαν να κάνουν τη σκέψη πως η αυτόματη γραφή αχρήστεψε τα ποιήματα. Αντίθετα, αν κάνει κάτι, αυτό είναι να διευρύνει το πεδίο έρευνας της ποιητικής συνείδησης, πλουτίζοντάς το. Σε μια συνείδηση τέλεια, τα στοιχεία που η αυτόματη γραφή αντλεί από τον εσωτερικό κόσμο και τα στοιχεία του εξωτερικού κόσμου ισορροπούν. Όντας πια ισότιμα, δένονται, συμπλέκονται αναμεταξύ τους για να σχηματίσουν την ποιητική ενότητα.
(Ελυάρ, 349-350)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου