Μια φορά κι έναν καιρό, ο ψύλλος, ο γρύλος και ο φασουλής βάλανε στοίχημα ποιος θα πηδήξει ψηλότερα και φέρανε τον Βασιλιά με τη γυναίκα του να γίνουνε κριτές. Όταν παρουσιάστηκαν κι οι τρεις μαζί, όλοι κατάλαβαν πως είναι σπουδαίοι άλτες.
«Θα δώσω την κόρη μου σ' όποιον πηδήξει ψηλότερα», είπε ο Βασιλιάς. «Ο καλύτερος αθλητής πρέπει να βραβεύεται!»
Ο ψύλλος έκανε πρώτος ένα βήμα μπροστά. Είχε λεπτούς τρόπους και υποκλίθηκε στο κοινό, γιατί είχε αριστοκρατικό αίμα μέσα του κι είχε γνωρίσει πολλούς ευγενείς, όπως κι ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.
Δεύτερος έκανε ένα βήμα μπροστά ο γρύλος, πολύ πιο μεγαλόσωμος κι ωραίος μέσα στην πράσινη στολή του. Αυτός διηγήθηκε ότι καταγόταν από πολύ παλιά οικογένεια, από την Αίγυπτο, και ότι τώρα ζούσε σ' ένα τριώροφο φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα, ισάξιο της καταγωγής του. Τα τραπουλόχαρτα που χρησιμοποιήθηκαν για το σπίτι του ήταν όλα Ρηγάδες και Βαλέδες και τα παραθυρόφυλλα ήτανε Βασίλισσες της Κούπας. «Και τραγουδάω τόσο ωραία», πρόσθεσε, «που δεκαέξι γρύλοι, ντόπιας καταγωγής κι όχι του εξωτερικού, μ' ακούσανε και στενοχωρηθήκανε τόσο, που πάψανε να τρώνε κι αδυνατίσανε πολύ!»
Ο ψύλλος κι ο γρύλος μιλήσανε με υπερηφάνεια για τα προσόντα τους και τόνισαν, ο καθένας χωριστά, πως ήταν ο καλύτερος γαμπρός για την Πριγκίπισσα.
Κι ο φασουλής; Ο φασουλής έμενε αμίλητος. Κι όλοι πιστέψανε πως κάτι πολύ σοβαρό σκεφτότανε. Τότε τον πλησίασε ο σκύλος της Αυλής, τον μύρισε και βεβαίωσε όλους τους παρόντες ότι και ο φασουλής καταγόταν από καλή οικογένεια. Ο Σύμβουλος του Βασιλιά, που είχε τιμηθεί με το Μέγα Παράσημο της Σιωπής, επειδή δεν σχολίαζε ποτέ, είπε ότι ο φασουλής είχε από τη φύση του το ταλέντο να προφητεύει: έβλεπες την καμπούρα του και καταλάβαινες αν ο επόμενος χειμώνας θα ήτανε βαρύς ή μαλακός.
«Δεν θα σας αποκαλύψω τις σκέψεις μου», είπε ο Βασιλιάς, «αλλά νομίζω πως ξέρω ποιος θα κερδίσει!»
Ήρθε η ώρα ν' αρχίσει ο αγώνας. Ο ψύλλος πέταξε τόσο ψηλά που δεν τον είδε κανένας, κι όλοι είπαν ότι δεν πήδηξε καν, ότι τους εξαπάτησε.
Ο γρύλος πήδηξε το μισό απ' όσο ο ψύλλος, αλλά πήγε και προσγειώθηκε στη μύτη του Βασιλιά, ο οποίος θύμωσε και με τη σειρά τους θύμωσαν κι όλοι οι άλλοι.
Ο φασουλής στάθηκε σιωπηλός για λίγη ώρα κι όλοι νόμισαν ότι δεν μπορούσε να πηδήξει καθόλου.
«Λες να είναι άρρωστος;» αναρωτήθηκε ο σκύλος της Αυλής κι έτρεξε να τον ξαναμυρίσει. Ωώώώώπ! Ο φασουλής έδωσε μια και βρέθηκε στην αγκαλιά της Πριγκίπισσας, που καθότανε σ' ένα χρυσό σκαμνάκι δίπλα στον πατέρα της.
Και τότε μίλησε ο Βασιλιάς: «Το ψηλότερο πήδημα έγινε από το πάτωμα στην αγκαλιά της κόρης μου! Ψηλότερο δεν γίνεται! Αλλά θέλει και μυαλό να το σκεφτείς, επομένως ο φασουλής είναι και πολύ έξυπνος!»
Έτσι, ο φασουλής κέρδισε την Πριγκίπισσα.
«Μα εγώ πήδηξα ψηλότερα», είπε ο ψύλλος. «Και που κέρδισε ο φασουλής, εμένα δε με νοιάζει καθόλου, γιατί εγώ πήδηξα ψηλότερα. Αλλά φαίνεται ότι μόνο η ομορφιά μετράει σ' αυτόν τον κόσμο!»
Και ο ψύλλος έφυγε στο εξωτερικό, σε κάποια αποστολή, όπου λέγεται ότι σκοτώθηκε.
Ο γρύλος πήγε και κάθισε δίπλα σ' ένα χαντάκι και σκεφτότανε: «Τι σου είναι ο κόσμος! Μόνο η ομορφιά μετράει! Μόνο η ομορφιά μετράει!» Κι άρχισε το λυπητερό του τραγούδι.
Κι εγώ έγραψα αυτή την ιστορία, που δεν χρειάζεται να την πιστέψετε όλη, ακόμα και τώρα που τη διαβάζετε τυπωμένη σε βιβλίο.
«Θα δώσω την κόρη μου σ' όποιον πηδήξει ψηλότερα», είπε ο Βασιλιάς. «Ο καλύτερος αθλητής πρέπει να βραβεύεται!»
Ο ψύλλος έκανε πρώτος ένα βήμα μπροστά. Είχε λεπτούς τρόπους και υποκλίθηκε στο κοινό, γιατί είχε αριστοκρατικό αίμα μέσα του κι είχε γνωρίσει πολλούς ευγενείς, όπως κι ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.
Δεύτερος έκανε ένα βήμα μπροστά ο γρύλος, πολύ πιο μεγαλόσωμος κι ωραίος μέσα στην πράσινη στολή του. Αυτός διηγήθηκε ότι καταγόταν από πολύ παλιά οικογένεια, από την Αίγυπτο, και ότι τώρα ζούσε σ' ένα τριώροφο φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα, ισάξιο της καταγωγής του. Τα τραπουλόχαρτα που χρησιμοποιήθηκαν για το σπίτι του ήταν όλα Ρηγάδες και Βαλέδες και τα παραθυρόφυλλα ήτανε Βασίλισσες της Κούπας. «Και τραγουδάω τόσο ωραία», πρόσθεσε, «που δεκαέξι γρύλοι, ντόπιας καταγωγής κι όχι του εξωτερικού, μ' ακούσανε και στενοχωρηθήκανε τόσο, που πάψανε να τρώνε κι αδυνατίσανε πολύ!»
Ο ψύλλος κι ο γρύλος μιλήσανε με υπερηφάνεια για τα προσόντα τους και τόνισαν, ο καθένας χωριστά, πως ήταν ο καλύτερος γαμπρός για την Πριγκίπισσα.
Κι ο φασουλής; Ο φασουλής έμενε αμίλητος. Κι όλοι πιστέψανε πως κάτι πολύ σοβαρό σκεφτότανε. Τότε τον πλησίασε ο σκύλος της Αυλής, τον μύρισε και βεβαίωσε όλους τους παρόντες ότι και ο φασουλής καταγόταν από καλή οικογένεια. Ο Σύμβουλος του Βασιλιά, που είχε τιμηθεί με το Μέγα Παράσημο της Σιωπής, επειδή δεν σχολίαζε ποτέ, είπε ότι ο φασουλής είχε από τη φύση του το ταλέντο να προφητεύει: έβλεπες την καμπούρα του και καταλάβαινες αν ο επόμενος χειμώνας θα ήτανε βαρύς ή μαλακός.
«Δεν θα σας αποκαλύψω τις σκέψεις μου», είπε ο Βασιλιάς, «αλλά νομίζω πως ξέρω ποιος θα κερδίσει!»
Ήρθε η ώρα ν' αρχίσει ο αγώνας. Ο ψύλλος πέταξε τόσο ψηλά που δεν τον είδε κανένας, κι όλοι είπαν ότι δεν πήδηξε καν, ότι τους εξαπάτησε.
Ο γρύλος πήδηξε το μισό απ' όσο ο ψύλλος, αλλά πήγε και προσγειώθηκε στη μύτη του Βασιλιά, ο οποίος θύμωσε και με τη σειρά τους θύμωσαν κι όλοι οι άλλοι.
Ο φασουλής στάθηκε σιωπηλός για λίγη ώρα κι όλοι νόμισαν ότι δεν μπορούσε να πηδήξει καθόλου.
«Λες να είναι άρρωστος;» αναρωτήθηκε ο σκύλος της Αυλής κι έτρεξε να τον ξαναμυρίσει. Ωώώώώπ! Ο φασουλής έδωσε μια και βρέθηκε στην αγκαλιά της Πριγκίπισσας, που καθότανε σ' ένα χρυσό σκαμνάκι δίπλα στον πατέρα της.
Και τότε μίλησε ο Βασιλιάς: «Το ψηλότερο πήδημα έγινε από το πάτωμα στην αγκαλιά της κόρης μου! Ψηλότερο δεν γίνεται! Αλλά θέλει και μυαλό να το σκεφτείς, επομένως ο φασουλής είναι και πολύ έξυπνος!»
Έτσι, ο φασουλής κέρδισε την Πριγκίπισσα.
«Μα εγώ πήδηξα ψηλότερα», είπε ο ψύλλος. «Και που κέρδισε ο φασουλής, εμένα δε με νοιάζει καθόλου, γιατί εγώ πήδηξα ψηλότερα. Αλλά φαίνεται ότι μόνο η ομορφιά μετράει σ' αυτόν τον κόσμο!»
Και ο ψύλλος έφυγε στο εξωτερικό, σε κάποια αποστολή, όπου λέγεται ότι σκοτώθηκε.
Ο γρύλος πήγε και κάθισε δίπλα σ' ένα χαντάκι και σκεφτότανε: «Τι σου είναι ο κόσμος! Μόνο η ομορφιά μετράει! Μόνο η ομορφιά μετράει!» Κι άρχισε το λυπητερό του τραγούδι.
Κι εγώ έγραψα αυτή την ιστορία, που δεν χρειάζεται να την πιστέψετε όλη, ακόμα και τώρα που τη διαβάζετε τυπωμένη σε βιβλίο.