Από τους τρεις στόχους οι ηγέτες της Εταιρείας μόνο τον πρώτο πέτυχαν αυτοί και άλλα στελέχη της κατήχησαν πλήθος Ελλήνων. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε να αναλάβει την ηγεσία, επειδή έκρινε πως οι περιστάσεις δεν ευνοούσαν την επιτυχία ενός εγχειρήματος, όπως αυτό που σχεδίαζε η Εταιρεία. Επιπλέον, τόσο οι αρχές του όσο και η ιδιότητά του ως διπλωμάτη δεν ήταν συμβατές με τις αντίστοιχες ριζοσπαστικές ιδέες που ενέπνεαν τη δράση της Φιλικής Εταιρείας. Για τον ίδιο λόγο ο Καποδίστριας αρνήθηκε να ζητήσει από τον Ρώσο αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α' τη συνδρομή της Ρωσίας στη σχεδιαζόμενη επανάσταση των Ελλήνων. Γνώριζε πολύ καλά τις αρνητικές διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς τις ρήξεις με τη νομιμότητα και τις ανατροπές, όπως αυτή που σχεδίαζαν οι πατριώτες της Οδησσού, ενώ ήταν πεπεισμένος ότι η υποστήριξη της Ρωσίας προς το ελληνικό εγχείρημα θα έβλαπτε την ελληνική υπόθεση, επειδή θα έστρεφε τις άλλες δυνάμεις εναντίον της Ρωσίας.
Η ηγεσία της Εταιρείας δόθηκε εν τέλει, στις αρχές του 1820, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, γόνο επιφανούς οικογένειας Φαναριωτών στην υπηρεσία τότε του Ρώσου τσάρου. Η αποδοχή της ηγεσίας από τον πρίγκιπα Υψηλάντη, αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ήταν προϊόν πατριωτισμού, αλλά και έλλειψης σύνεσης. Ο ρομαντικός πατριώτης δεν ήταν μάλλον σε θέση να εκτιμήσει τις πολιτικές πλευρές του εγχειρήματος και την τεράστια ευθύνη που αναλάμβανε απέναντι στο έθνος. Η υψηλή του θέση στον στρατό αλλά και στην κοινωνία της Ρωσίας καθιστούσε αληθοφανή τον ευσεβή πόθο των Ελλήνων της εποχής ότι η Εταιρεία και ο Υψηλάντης είχαν την υποστήριξη της Ρωσίας. Άλλωστε, με την έξοδό του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τον Φεβρουάριο του 1821, ο Υψηλάντης φαίνεται πως υπολόγιζε λιγότερο στην πρόκληση γενικής εξέγερσης, που οραματίζονταν ορισμένοι Φιλικοί, και περισσότερο σε έναν ρωσοτουρκικό πόλεμο, τον οποίο θα προκαλούσε η αναμενόμενη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες και η εξίσου αναμενόμενη προσπάθεια της Ρωσίας να περιφρουρήσει το ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας τους.
Επαναστατικές εστίες προκλήθηκαν από τους αποστόλους της Εταιρείας σε πολλά μέρη της επικράτειας του Οθωμανού σουλτάνου, προκειμένου να επιτευχθεί γενική εξέγερση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου κατοικούσαν ή παρεπιδημούσαν πολλοί Έλληνες, ιδίως μάλιστα στις πόλεις της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα, στην Κρήτη, στην Κύπρο και στα νησιά του Αιγαίου, παντού, οι Έλληνες ύψωσαν τη σημαία με τον σταυρό και κατήγγειλαν την εξουσία του σουλτάνου ως παράνομη, αυθαίρετη και τυραννική, διακήρυξαν δε την απόφασή τους να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στη Μολδαβία και τη Βλαχία, ο Εμμανουήλ Παππάς στη Μακεδονία, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας έβαλαν φωτιά στις ευρωπαϊκές κτήσεις του σουλτάνου. Η αγριότητα με την οποία αντέδρασε ο τελευταίος στην πρόκληση των Ελλήνων απέτρεψε το ενδεχόμενο μεσολάβησης μεταξύ των δύο μερών, κατέστησε τους Έλληνες εμπολέμους και, εν μέρει, έκρινε και την έκβαση της επανάστασης.
Η επανάσταση στις Ηγεμονίες.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον ποταμό Προύθο και εισήλθε στη Μολδαβία, στις 22 Φεβρουαρίου 1821, επικεφαλής στενών συνεργατών του. Στην πρωτεύουσα της Ηγεμονίας, στο Ιάσιο, συνεργάστηκε με τον Φαναριώτη ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο. Την προηγουμένη, στις 21 Φεβρουαρίου, είχε διεξαχθεί η πρώτη μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, περίπου 150 Κεφαλονιτών ναυτών κυρίως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβιά, στο Γαλάτσι, όπου οι Έλληνες επαναστάτες υπερίσχυσαν και τερμάτισαν την τουρκική κυριαρχία.
Η κατάσταση στις δύο Ηγεμονίες, τη Μολδαβία και τη Βλαχία, ήταν περίπλοκη. Στους θρόνους ηγεμόνευαν, με σουλτανική εντολή, Φαναριώτες, οι οποίοι διατηρούσαν στην υπηρεσία τους πλήθος Ελλήνων και άλλων χριστιανών της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και, φυσικά, της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Αυτοί όλοι, έμποροι, γραμματείς εμπόρων, διοικητικοί υπάλληλοι, ναύτες και φοιτητές των δύο ελληνικών Ακαδημιών, του Ιασίου και του Βουκουρεστίου, αλλά και πολλοί στρατιωτικοί στην υπηρεσία των δύο ηγεμόνων, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «αρματολοί» ή «Αρναούτηδες», συνιστούσαν το «ξένο» στοιχείο των δύο Ηγεμονιών, στις οποίες ο σουλτάνος, αν και κυρίαρχος, δε διατηρούσε στρατεύματα, παρά μόνο φρουρές στην υπηρεσία των Τούρκων διοικητών.
Από αυτό το «ξένο» στοιχείο άντλησε ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του το ανθρώπινο δυναμικό της εκστρατείας του. Ανομοιογενές πλήθος άνω των 6.000 ανδρών, Μολδαβών, Βλάχων, Αλβανών, Ηπειρωτών, Μακεδόνων, Επτανησίων, Σέρβων, Βουλγάρων, Κοζάκων, ακόμη και πολλών Ουλάνων (ιππέων) από τις γερμανικές χώρες, την Πολωνία και την Ουγγαρία, συνιστούσε το αρχικό στράτευμα. Περίπου 2000 ήταν Έλληνες, εκ των οποίων 450 αποτελούσαν τον περίφημο Ιερό Λόχο. Οι ντόπιοι και οι αρχηγοί τους, από τους οποίους ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου φάνηκε στην αρχή να συμφωνεί με τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας, όντας ο ίδιος μέλος της, είτε παρέμειναν αδρανείς είτε παρασπόνδησαν την τελευταία στιγμή και εγκατέλειψαν τους Έλληνες επαναστάτες.
Χωρίς τη θρυλούμενη βοήθεια από τη Ρωσία και με την καταδίκη της επανάστασης στις δύο Ηγεμονίες από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο Α', ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του ανέμεναν πλέον το μοιραίο: την εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες, που εκδηλώθηκε από τα παρίστρια φρούρια προς βορρά στις 30 Απριλίου 1821, με δύναμη 30.000 ανδρών. Στη μάχη, που έγινε στο Γαλάτσι την 1η Μαΐου, οι Έλληνες αμύν- θηκαν με γενναιότητα, αλλά υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τον Προύθο, με κατεύθυνση τη Ρωσία. Ήταν μια πρώτη σοβαρή ήττα των Ελλήνων επαναστατών, αφού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες (άνω των 1.200 νεκρών και τραυματιών) στις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις.
Η εισβολή των Τούρκων επέδρασε διαλυτικά στα στρατεύματα των ντόπιων που είχαν συναθροίσει ο Βλαδιμηρέσκου και οι άλλοι τοπικοί αρχηγοί, όπως ο Σάββας Καμινάρης, με συνέπεια οι χωρικοί επαναστάτες να εγκαταλείψουν τους αρχηγούς τους. Έμειναν έτσι το Βουκουρέστι και άλλα κέντρα της Βλαχίας στη διάκριση των Τούρκων, οι οποίοι έσπευσαν να τα λεηλατήσουν. Θύμα της έξαψης των παθών που ακολούθησε υπήρξε ο ίδιος ο Βλάχος ηγέτης, ο Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος φονεύθηκε ύστερα από εντολή του Υψηλάντη με τη βάσιμη κατηγορία της συνδιαλλαγής με τους Τούρκους. Ήταν μια πράξη αναπόδραστη, αλλά κρίσιμη για την έκβαση του αγώνα, επειδή αποξένωσε πιο πολύ τους ντόπιους χωρικούς και τους αρχηγούς τους.
Η έλλειψη σοβαρού πολεμικού σχεδίου και η ασυνεννοησία σε πολλά επίπεδα της ιεραρχίας οδήγησαν τους Έλληνες επαναστάτες στην πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους Τούρκους, κοντά στο χωριό της Βλαχίας Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821. Αντιμέτωποι με υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων, οι Έλληνες οδηγήθηκαν σε πραγματική σφαγή. Άνω των 200 ανδρών από τη δύναμη των μαχητών του Ιερού Λόχου, το άνθος της ελληνικής νεολαίας στις Ηγεμονίες, έπεσαν πολεμώντας ηρωικά, άλλοι τόσοι δε ίσως από άλλα ελληνικά τμήματα. Άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, τραυματίες όντες, και στάλθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κωνσταντινούπολη, όπου απαγχονίστηκαν. Περίσσεψε σε αυτή τη μάχη ο ηρωισμός των νέων Ιερολοχιτών, περίσσεψε και η αφροσύνη ορισμένων αξιωματικών.
Χάρτης της Ελληνικής Επανάστασης |
Τα υπολείμματα των ελληνικών στρατευμάτων έδωσαν άλλη μία μάχη, στις 17 Ιουνίου, στο Σκουλένι της Μολδαβίας. Χωρίς πυροβολικό, τα τμήματα πεζών και ιππέων των επαναστατών αντιμετώπισαν υπέρτερες δυνάμεις πεζικού, ιππικού και πυροβολικού, που κατέσκαψε τα χαρακώματα των αμυνομένων, τους οποίους εν συνεχεία κατέκοψαν οι Τούρκοι ιππείς. Έπεσαν πολλοί Έλληνες αρχηγοί, όπως ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης.
Ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης έγραψαν τον επίλογο της ηρωικής, αλλά και τραγικής επανάστασης των Ελλήνων στις Ηγεμονίες: αποκλεισμένοι με τα παλικάρια τους στη Μονή Σέκου, ο μεν Ολύμπιος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη της μονής και παρέσυρε πολλούς Τούρκους μαζί του στον θάνατο, τον Σεπτέμβριο του 1821, ενώ ο Φαρμάκης συνελήφθη αιχμάλωτος μαχόμενος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αποκεφαλίστηκε.
Η εδραίωση της επανάστασης.
Η Φιλική Εταιρεία ωστόσο είχε προετοιμάσει το έδαφος για τη μεγάλη ανάφλεξη. Στα Καλάβρυτα, στις 21 Μαρτίου, ο Ασημάκης Φωτήλας και ο Ασημάκης Ζαΐμης, στο Αίγιο ο Ανδρέας Λόντος, στην Πάτρα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην Καλαμάτα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας, ο Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς (Αναγνώστης Παπαγεωργίου) και ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος), στην Καρύταινα οι Δεληγιανναίοι και οι Πλαπουταίοι (Κολιόπουλοι), στην Κυπαρισσία ο Αμβρόσιος Φραντζής, στον Μυστρά ο Μητροπολίτης Βρεσθένης Θεοδώρητος και ο Παναγιώτης Γιατράκος, στο Αργός και στο Ναύπλιο ο Χαραλάμπης Περούκας ξεσήκωσαν την Πελοπόννησο.
Ταυτόχρονα σχεδόν επαναστάτησε η ανατολική Στερεά: ο Πανουργιάς στην Άμφισσα (24 Μαρτίου), ο Γκούρας στο Γαλαξίδι, ο Δήμος Σκαλτσάς στο Λιδορίκι, ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο I. Δυοβουνιώτης στη Μενδενίτσα κατέλαβαν τα κάστρα ή έκλεισαν τους Τούρκους σε αυτά. Ακολούθησαν τα νησιά του Αιγαίου, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Ύδρα (υπό την ηγεσία του Αντ. Οικονόμου και του Δημ. Κριεζή), η Σάμος και η Άνδρος (υπό τον Θεόφιλο Καΐρη), το Πήλιο (με αρχηγούς τον Κυριάκο Μπασδέκη και τον λόγιο Άνθιμο Γαζή), τα Άγραφα, η Εύβοια, η Χαλκιδική (με αρχηγό τον Εμμανουήλ Παππά), η Κρήτη, η δυτική Στερεά (με αρχηγούς τον Δημήτριο Μακρή και τον Γ. Βαρνακιώτη), η Δυτ.Θεσσαλία (με τον Χρ. Χατζηπέτρο και τον Ν. Στουρνάρη), η Ήπειρος (με αρχηγούς τον Γώγο Μπακόλα και τον Ιωάννη Κωλέττη), η Νάουσα (με αρχηγό τον Λογοθέτη Ζαφειράκη) και ο Όλυμπος (με αρχηγούς τον Διαμαντή Νικολάου και τον μετέπειτα ιστοριογράφο του αγώνα Νικόλαο Κασομούλη). Η Φιλική Εταιρεία ήταν η φωνή του αιχμάλωτου έθνους, στην οποία ανταποκρίθηκε το πανελλήνιο.
Από τις πρώτες αξιομνημόνευτες μάχες υπήρξαν η μάχη της Αλαμάνας και η μάχη της Γραβιάς στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και η μάχη στο Βαλτέτσι στην Πελοπόννησο. Στην Αλαμάνα ο Αθανάσιος Διάκος με μικρή δύναμη αντιμετώπισε στις 23 Απριλίου 1821 ισχυρό στράτευμα 2.000 Τούρκων και Αλβανών, υπό δύο πασάδες, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, τους οποίους είχε στείλει από την Ήπειρο, διά της Θεσσαλίας και της Στερεάς προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, ο αρχιστράτηγος των σουλτανικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν στα Ιωάννινα τον αποστάτη Αλή πασά, Μεχμέτ Χουρσίτ πασάς. Ο Διάκος συνελήφθη πληγωμένος, όταν οι άνδρες του είχαν αποδεκατιστεί. Στη Λαμία, όπου μεταφέρθηκε, ο Διάκος εξέπληξε με το θάρρος του τον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον προσλάβει στην υπηρεσία του, για να λάβει, όπως λέγεται, την απάντηση: «Ούτε σε δουλεύω [υπηρετώ] πασά, ούτε σ' ωφελώ κι αν σε δουλεύσω». Αντιμετώπισε τον θάνατο διά ανασκολοπισμού με γενναιότητα και μεγαλοψυχία.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αντέταξε σθεναρή άμυνα εναντίον του Ομέρ Βρυώνη, στις 8 Μαΐου 1821, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να περάσει από τη στενωπό της οποίας δεσπόζει το περίφημο Χάνι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος, παλαιός γνώριμος του Ομέρ Βρυώνη από την αυλή του Αλή πασά, απέρριψε πρότασή του να τον προσλάβει στην υπηρεσία του με δέλεαρ το αρματολίκι της Λιβαδειάς, κλείστηκε στο Χάνι με 120 άνδρες του και αντιστάθηκε με πείσμα, που προκάλεσε τον θαυμασμό των αντιπάλων του.
Με 6 μόνο νεκρούς συντρόφους και αφού είχαν σκοτώσει 300 περίπου επιτιθέμενους αντιπάλους, ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του αποχώρησαν από το Χάνι νύχτα ανενόχλητοι.
Στο Βαλτέτσι, στον δρόμο από την Τρίπολη προς τη Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και άλλοι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί, όπως οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Πλαπούτας και ο Γιατράκος, συγκέντρωσαν τους επαναστατημένους χωρικούς από τα πλησιόχωρα στρατόπεδα Βερβαίνων, Χρυσοβιτσίου και Πιάνας και ανάγκασαν στην περίφημη ομώνυμη μάχη (12-13 Μαΐου 1821) τον Τούρκο διοικητή ισχυρής δύναμης, τον Μουσταφά Μπέη, να υποχωρήσει στην Τρίπολη, αφού άφησε στο πεδίο της μάχης εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των ελληνικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, η οποία αναπτέρωσε το ηθικό των άπειρων ακόμα επαναστατών. Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, κυριεύτηκε από τους επαναστάστες η Τριπολιτσά, το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Τούρκων στην Πελοπόννησο.
Οι πρώτες αντιδράσεις στην επανάσταση.
Ο σουλτάνος έκρινε πως ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' δεν ήταν ξένος προς την επανάσταση των Ελλήνων και ότι δε χρησιμοποίησε την εξουσία του να συγκρατήσει τους Έλληνες. Διέταξε τον απαγχονισμό του (Απρίλιος 1821) και επέτρεψε τη σφαγή πολλών επιφανών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και άλλων κέντρων της αυτοκρατορίας. Η σκληρή και αναιτιολόγητη αντίδραση του σουλτάνου εναντίον της θεσμοθετημένης ηγεσίας του έθνους στερέωσε την ελληνική επανάσταση, αφενός επειδή έπεισε και όσους από τους σημαίνοντες Έλληνες δίσταζαν να εξέλθουν από τη νομιμότητα και να στηρίξουν το εγχείρημα των Φιλικών, και αφετέρου επειδή προκάλεσε τη συμπάθεια του χριστιανικού κόσμου και την ανάπτυξη ισχυρού φιλελληνικού κινήματος, ενώ ανάγκασε και αυτές τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων να παραδεχθούν πως Έλληνες και Τούρκοι δεν ήταν εύκολο να συμβιώσουν στο εξής.
Βέβαια, από την ανομολόγητη αυτή παραδοχή έως την παρέμβαση, το 1827, των μεγάλων δυνάμεων που έκρινε τελικά την έκβαση της ελληνικής επανάστασης (Ναυμαχία του Ναβαρίνου, Οκτώβριος 1827), χρειάστηκε να μεσολαβήσουν γεγονότα και εξελίξεις εν πολλοίς απρόβλεπτες.
Η πρώτη, φυσικά, αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στην επανάσταση των Ελλήνων ήταν αρνητική, όπως ανέμεναν όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές της εποχής, επειδή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της εν γένει νομιμότητας και σταθερότητας. Η επαναστατική ηγεσία των Ελλήνων έσπευσε να υποστηρίξει ότι ο αγώνας των Ελλήνων ήταν νόμιμη επανάσταση εναντίον παράνομου ηγεμόνα, ότι οι Έλληνες είχαν υποδουλωθεί διά της βίας, αλλά δεν είχαν συνομολογήσει συνθήκη ειρήνης με τον Οθωμανό ηγεμόνα και κυρίαρχο, ότι δεν ήταν «αποστάτες», επειδή δεν είχαν υποταχθεί σε νόμιμη εξουσία, και ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε νόμιμο τμήμα της οθωμανικής επικράτειας. Η ελληνική επανάσταση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της νομιμότητας, υποστήριξαν οι Έλληνες, επικαλούμενοι επιπλέον τις αρχές της εθνικής αυτοδιάθεσης και λαϊκής κυριαρχίας.
Οι συντηρητικές και φιλελεύθερες αυτές θέσεις των Ελλήνων επαναστατών απευθύνονταν προς τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης οι πρώτες, προς τη φιλελεύθερη διανόηση της ηπείρου οι δεύτερες, εξέφραζαν δε διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις στους κόλπους των επαναστατών. Οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι και πολλά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας πρόβαλλαν τις φιλελεύθερες αρχές που είχαν προβληθεί από τους Αμερικανούς και τους Γάλλους επαναστάτες. Αντιθέτως, εκπρόσωποι των προκρίτων, των ιεραρχών και των καπετάνιων εξέφραζαν συντηρητικές απόψεις. Ως θεσμοθετημένοι ηγέτες και υπεύθυνοι για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων υπηκόων του σουλτάνου, οι πρόκριτοι, οι ιεράρχες και οι καπετάνιοι εύλογα υπολόγιζαν το κόστος μιας αποτυχημένης επανάστασης, όπως εκείνη του 1770 στην Πελοπόννησο (τα λεγόμενα Ορλοφικά), έκριναν δε ότι ήταν απαραίτητη η προβολή της επανάστασης ως εξέγερσης συνετών νοικοκυραίων, όχι ριζοσπαστών που στρέφονταν κατά των νόμιμων ηγεμόνων τους.
Η εξέλιξη της Επανάστασης.
Από την Πελοπόννησο είχαν αποσυρθεί ισχυρές τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, που μεταφέρθηκαν στην Ήπειρο εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος είχε επαναστατήσει εναντίον του σουλτάνου την άνοιξη του 1820. Η αποστασία του Αλή πασά αφενός προσέλκυσε την προσοχή της οθωμανικής κυβέρνησης και αφετέρου αποδέσμευσε τους αρματολούς της Στερεάς Ελλάδος, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Αποδεσμεύτηκαν επίσης την ίδια εποχή οι κλέφτες και οι αρματολοί που υπηρετούσαν έως τότε σε μονάδες ατάκτων τις οποίες διατηρούσαν οι Άγγλοι στα Επτάνησα και τις οποίες διέλυσαν. Το διαθέσιμο αυτό εμπειροπόλεμο στρατιωτικό στοιχείο εντάχθηκε στα ελληνικά επαναστατικά στρατεύματα. Η απόσταση από το κέντρο της εξουσίας και της στρατιωτικής ισχύος, καθώς και η εθνική ομοιογένεια συνέβαλαν στην επικράτηση των επαναστατών στη νότια Ελλάδα. Αντιθέτως, η εγγύτητα της βόρειας Ελλάδας στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέβαλε στην αιματηρή καταστολή της επανάστασης εκεί. Την επανάσταση στη νότια Ελλάδα στερέωσαν οι πρώτες μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των ελληνικών επαναστατικών στρατευμάτων, ιδίως στην Πελοπόννησο. Κορυφαία στιγμή της επανάστασης υπήρξε η ολοσχερής καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Μαχμούτ πασά Δράμαλη στα Δερβενάκια (26-28 Ιουλίου 1822) από τις ελληνικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Θ. Κολοκοτρώνη.
Την καταστροφή της Χίου εκδικήθηκαν οι Ψαριανοί πυρπολητές του ελληνικού πολεμικού στόλου, τον Ιούνιο του 1822. Παρά την έλλειψη πόρων και την ασυμφωνία που κατέτρυχε τον ελληνικό στόλο, η μεγάλη πείρα στη θάλασσα, η τόλμη και η γενναιότητα των Ελλήνων πλοιάρχων και ναυτών έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες να κερδίσουν σημαντικές αναμετρήσεις στο Αιγαίο. Κορυφαία τέτοια επιτυχία υπήρξε η πυρπόληση, στις 6-7 Ιουνίου, στα στενά του Τσεσμέ, απέναντι από τη Χίο, της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου και 200 ναυτών, καθώς και του ίδιου του Καρά Αλή. Ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης, ο οποίος πραγματοποίησε το παράτολμο εγχείρημα, δίκαια κέρδισε την ευγνωμοσύνη και τις καρδιές του πανελληνίου. Η φήμη του έφτασε σε όλο τον κόσμο, που παρακολουθούσε έκπληκτος τα κατορθώματα των Ελλήνων. Ο Κανάρης κατάφερε νέο πλήγμα εναντίον των Τούρκων, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όταν πυρπόλησε μεγάλο ιστιοφόρο του τουρκικού στόλου στα ανοιχτά της Τενέδου.
Στην ξηρά αξιομνημόνευτη αναμέτρηση υπήρξε το παράτολμο εγχείρημα του Σουλιώτη ήρωα Μάρκου Μπότσαρη, τον Αύγουστο του 1823. Εν μέσω διαφωνιών και ερίδων στο Μεσολόγγι, το οποίο απειλούσαν δύο στρατιές Αλβανών, αυτή του Ομέρ Βρυώνη και η δεύτερη με επικεφαλής τον Μουσταφά πασά, ο Μάρκος Μπότσαρης έφυγε από την πόλη με 1.250 άνδρες, εκ των οποίων 450 περίπου Σουλιώτες, και έσπευσε να συναντήσει τον στρατό του Μουσταφά. Τα ξημερώματα της 8ης προς την 9η Αυγούστου ο Μάρκος και οι Σουλιώτες του όρμησαν μέσα στο στρατόπεδο του Μουσταφά, στη θέση Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι, και προκάλεσαν μεγάλη φθορά και σύγχυση, επειδή η ενδυμασία των Σουλιωτών ήταν παραπλήσια αυτής των στρατιωτών του Αλβανού πασά. Κατά τη διάρκεια της εφόδου των Σουλιωτών εχθρικό βόλι έπληξε τον Μάρκο Μπότσαρη, ο θάνατος του οποίου διαδόθηκε σαν αστραπή στο πανελλήνιο και στην Ευρώπη. Τον Μάρκο θρήνησαν όλοι οι Έλληνες και αυτοί ακόμη οι αντίπαλοί του, που αναγνώρισαν στο πρόσωπο του τον κατ' εξοχήν ήρωα της εποχής.
Το 1824 κλήθηκε από τον σουλτάνο, για να βοηθήσει τους Τούρκους, ο αιγυπτιακός στρατός, ο οποίος με επικεφαλής τον Ιμπράημ πασά κατέκαψε την Κάσο και τα Ψαρά και προκάλεσε καταστροφές στην Κρήτη. Το 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και κυριολεκτικά την ερήμωσε. Το 1826 οι δυνάμεις του Ιμπραήμ ενώθηκαν με εκείνες του Μαχμούτ Ρεσίτ πασά Κιουταχή, που πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Εκεί, στο Μεσολόγγι, στην πόλη που είχε δεχτεί τον μεγάλο Άγγλο φιλέλληνα Λόρδο Μπάυρον και είχε θρηνήσει τον θάνατο του, είχαν στραμμένη την προσοχή τους το πανελλήνιο και όλη η συμπαθούσα Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1826 οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο, στην οποία χάθηκαν αμέτρητοι πολεμιστές, αλλά και γυναικόπαιδα. Η έξοδος του Μεσολογγίου (10/11 Απριλίου 1826) σήμανε και την αναζωπύρωση της φλόγας της επανάστασης.
Σημαντική επιτυχία της επανάστασης υπήρξε και η νίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Αράχοβα, στην ομώνυμη μάχη (24 Νοεμβρίου 1826), στην οποία με τους Ρουμελιώτες, Σουλιώτες, Θεσσαλούς, Μακεδόνες και Μωραίτες πολεμιστές του ο Καραϊσκάκης κατέστρεψε ολοσχερώς ισχυρό στράτευμα Αλβανών με επικεφαλής τον Μουστάμπεη.
Η πολιτική συγκρότηση των Ελλήνων.
Στην Πελοπόννησο κυρίως, καθώς και στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, είχαν σχηματιστεί «εφορίες», «σύγκλητοι», «καγκελαρίες» και «διευθυντήρια», τοπικά επαναστατικά συμβούλια δηλαδή, υπό τον άμεσο έλεγχο των τοπικών αρχόντων, των παλαιών προεστών ή καπετάνιων. Από τα συμβούλια αυτά προήλθαν οι αντιπρόσωποι στις τρεις πρώτες τοπικές γερουσίες, στην «Πελοποννησιακή Γερουσία», τον «Άρειο Πάγο» της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και τη «Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος».
Οι αντιπρόσωποι σε αυτές τις γερουσίες ήταν οι ίδιοι άρχοντες που είχαν σχηματίσει τα τοπικά συμβούλια, αυτοί δε οι άρχοντες εν συνεχεία υπήρξαν και οι αντιπρόσωποι στην Α' Εθνοσυνέλευση, καθώς και στις συνελεύσεις που ακολούθησαν.
Με την απαλλαγή λοιπόν από τους εκπροσώπους της οθωμανικής διοίκησης, υπήρξε ανάληψη της εξουσίας και της διοίκησης από τους άρχοντες εκείνους, είτε πολιτικούς είτε στρατιωτικούς, οι οποίοι ασκούσαν και στο παρελθόν εξουσία ως εντολοδόχοι της οθωμανικής κυβέρνησης. Παρατηρήθηκε, με άλλα λόγια, συνέχεια της προεπαναστατικής ελληνικής εξουσίας. Αυτή η συνέχεια ήταν μάλλον αναπόδραστη, για τον λόγο κυρίως ότι οι τοπικοί άρχοντες διέθεταν μεγάλη επιρροή και πλούτη, σε σύγκριση με τους νεήλυδες από την ελληνική Διασπορά, που έσπευσαν στην επαναστατημένη χώρα, με στόχο την απαλλαγή του τόπου όχι μόνο από την οθωμανική εξουσία, αλλά και από πολλούς Έλληνες άρχοντες που ασκούσαν εξουσία ως όργανα της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτοί οι φιλελεύθεροι νεήλυδες, έργο των οποίων υπήρξαν τα φιλελεύθερα συντάγματα του Αγώνα, μικρή συμμετοχή είχαν στον έλεγχο και την άσκηση της εξουσίας.
Προέκυψε τότε οξεία διαμάχη ανάμεσα στον Δημήτριο Υψηλάντη, αδελφό του Αλέξανδρου και πληρεξούσιο του στην επαναστατημένη Ελλάδα, και πολλούς Φιλικούς από το ένα μέρος και στους προκρίτους της Πελοποννήσου από το άλλο. Ο Υψηλάντης και οι περί αυτόν Φιλικοί, καθώς και οι στρατιωτικοί της περιοχής, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, αμφισβητούσαν την εξουσία των προκρίτων και προσπαθούσαν να την περιορίσουν, υποστηρίζοντας την έμμεση εκλογή αντιπροσώπων από εκλεκτορικό σώμα των «εγκριτωτέρων» κάθε επαρχίας. Οι πρόκριτοι, αντιθέτως, υποστήριζαν πως οι αντιπρόσωποι στην εξουσία έπρεπε να εκλέγονται απευθείας από τον λαό, επειδή οι ίδιοι επηρέαζαν και ήλεγχαν τον λαό. Ο Υψηλάντης, οι Φιλικοί και οι «Πολεμικοί» της Πελοποννήσου επιδίωκαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στα χέρια τους, ενώ οι πρόκριτοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να την διατηρήσουν, επικαλούμενοι τη δημοκρατική αρχή της ανάδειξης των αρχόντων διά της ψήφου του λαού. Οι πρώτοι ήταν γνωστοί ως «ολιγαρχικοί», οι δεύτεροι ως «δημοκρατικοί»! Φυσικά, οι όροι αυτοί δεν ανταποκρίνονταν στις αντίστοιχες επιδιώξεις των δύο παρατάξεων.
Στο τέλος του 1821 συγκλήθηκε Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο και ψηφίστηκε, τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, το πρώτο δημοκρατικό σύνταγμα της χώρας. Οι επαναστάτες ανέδειξαν τους αιρετούς τους άρχοντες, καθιερώνοντας έκτοτε την αρχή ότι η μόνη νόμιμη εξουσία είναι η αιρετή από τον λαό και επιβεβαιώνοντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Αυτές οι αρχές που καθιερώθηκαν, από την αρχή ακόμη του αγώνα για την ελευθερία, αποτέλεσαν τη φιλελεύθερη κληρονομιά της επανάστασης στο ελληνικό κράτος που προήλθε από αυτήν. Η διεθνής κατάσταση ωστόσο και η ισχύς των ηγετικών ομάδων των Ελλήνων, οι οποίες είχαν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του έθνους και στο πλαίσιο της εξουσίας του ξένου κυριάρχου, ενίσχυσαν τις συντηρητικές τάσεις στη διαμόρφωση της πολιτείας. Χωρίς τις φιλελεύθερες αρχές, η επανάσταση θα οδηγούσε ίσως στην ίδρυση μιας διάδοχης ηγεμονίας χωρίς την προοπτική ανάπτυξης των κοινοβουλευτικών και συνταγματικών θεσμών. Χωρίς τη συμβολή των συντηρητικών δυνάμεων του τόπου, ίσως αποδεικνυόταν ανέφικτη η ανεξαρτησία, αφού οι δυνάμεις αυτές ενέταξαν το υπό σύσταση εθνικό κράτος των Ελλήνων στο σύστημα ασφαλείας της εποχής, το οποίο ήλεγχαν οι μεγάλες δυνάμεις της παλινόρθωσης στην Ευρώπη.
Η επικράτηση της Επανάστασης στη νότια Ελλάδα διευκόλυνε τη λύση του «Ελληνικού Ζητήματος», επειδή η δημιουργία μικρού σε έκταση ελληνικού κράτους δεν προκαλούσε σοβαρό ακρωτηριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δημιουργήθηκαν ωστόσο οι προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί η Μεγάλη Ιδέα*, δηλαδή η εθνική πολιτική που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των ιστορικών ελληνικών χωρών και των τόπων γενικά όπου κατοικούσαν Έλληνες, οι οποίοι στο εξής ονομάστηκαν από την ελεύθερη ελληνική εστία αλύτρωτοι Έλληνες. Εν προκειμένω χρειάζεται να τονιστεί ότι με τη γενική εξέγερση στη νοτιοανατολική Ευρώπη η Φιλική Εταιρεία -όπως και ο πρωτομάρτυρας του έθνους Ρήγας Βελεστινλής στα τέλη του 18ου αιώνα- δεν αποσκοπούσε στην ίδρυση «Βαλκανικής Ομοσπονδίας» όλων των λαών της περιοχής, όπως εσφαλμένα υποστηρίζεται από ορισμένους. Μολονότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κάλεσε στις επαναστατικές του προκηρύξεις όλους τους χριστιανούς της ευρύτερης περιοχής να εξεγερθούν εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και μολονότι μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν και ορισμένοι Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι, Μολδαβοί και Βλάχοι (της Βλαχίας), στόχος ήταν η ίδρυση ελεύθερης ελληνικής πολιτείας, στην οποία θα συμμετείχαν και όλοι οι άλλοι ετερόγλωσσοι χριστιανοί ως Έλληνες πολίτες.
Εξαρχής λοιπόν οι πραγματικότητες της νότιας Ελλάδας διευκόλυναν την ίδρυση ανεξάρτητου και ομοιογενούς εθνικού κράτους των Ελλήνων. Οι πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες της ίδιας περιοχής συνέβαλαν επίσης στη διαμόρφωση του πολιτεύματος που εν τέλει επικράτησε. Η συγκρότηση πυρήνων επαναστατικής εξουσίας, ευθύς μετά την εκδήλωση των κατά τόπους επαναστατικών πράξεων, ακολούθησε υφιστάμενους πυρήνες εξουσίας των Ελλήνων, τους πυρήνες εξουσίας των προεστών, με πρωταρχικούς στόχους τον σχηματισμό και εξοπλισμό επαναστατικών ομάδων και τη συλλογή πόρων για την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου κατά των οθωμανικών στρατευμάτων. Η συνταγματική και αντιπροσωπευτική πολιτεία, όπως διατυπώθηκε επίσημα στο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» (1822), αποτελούσε διακήρυξη και υπόσχεση μάλλον παρά πραγματικότητα.
Οι διαμάχες για τον έλεγχο της εξουσίας προκάλεσαν βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στη διεξαγωγή του πολέμου. Οι εμφύλιες συγκρούσεις, και η συστηματική καταστροφή της Πελοποννήσου από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ πασά, το 1825, προκάλεσαν επίμονες εκκλήσεις από πολλές πλευρές, προκειμένου να σπεύσουν οι χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης να βοηθήσουν τους Έλληνες επαναστάτες. Οι προσδοκίες των Ελλήνων για στήριξη του Αγώνα τους από τις μεγάλες δυνάμεις συντέλεσαν στη δημιουργία των πρώτων ελληνικών κομμάτων («γαλλικό», «αγγλικό», «ρωσικό»). Παράλληλα, η αγγλική κυβέρνηση ενθάρρυνε τραπεζικούς κύκλους, ώστε να χορηγήσουν δάνεια στις ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις.
Η έκβαση της Επανάστασης.
Η νέα χώρα της Ευρώπης δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει, εν όψει της πολιτικής κατάστασης του τόπου και της διεθνούς συγκυρίας, πολίτευμα δημοκρατικό. Η Ελλάδα της εποχής απέκτησε πολίτευμα που ήταν εφικτό με τα τότε δεδομένα. Εφικτή ήταν και η λύση που εξασφαλίστηκε στο ζήτημα της ανεξαρτησίας και της εδαφικής έκτασης της νέας χώρας (Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας, 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830). Η Ελλάδα υπήχθη σε καθεστώς εγγύησης της εδαφικής της ακεραιότητας, της εθνικής της ανεξαρτησίας και του μοναρχικού πολιτεύματος με το οποίο προικοδοτήθηκε από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης με τα μεγαλύτερα συμφέροντα στην Εγγύς Ανατολή, τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Το καθεστώς αυτό της εγγύησης ισοδυναμούσε με ψιλή εποπτεία της χώρας και του μέλλοντος της από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις και επέτρεπε παρεμβάσεις τους στην άσκηση της εθνικής της πολιτικής.
Η Ελλάδα περιορίστηκε από τις διεθνείς πράξεις που καθόρισαν την ίδρυσή της, το 1830 και το 1832, στη νότια ελληνική χερσόνησο, περιλάμβανε δε τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Έμειναν εκτός του ελληνικού κράτους η Κρήτη, τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, τα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα και οι βορείως των χερσαίων ελληνικών συνόρων ιστορικές ελληνικές χώρες, η Θεσσαλία, η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Θράκη. Έμειναν επίσης εκτός ελληνικού κράτους και οι ακμαίες ελληνικές κοινότητες στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές και ασιατικές κτήσεις του Οθωμανού σουλτάνου. Η μικρή Ελλάδα της εποχής ήταν ο «αρραβώνας» του «περιούσιου λαού» με τον Κύριό του για τη μέλλουσα ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλων των Ελλήνων, σύμφωνα με μεταγενέστερη ευσεβή εθνική ευχή.
Το πολίτευμα των Ελλήνων διαμόρφωσαν εν τέλει οι «φυσικοί ηγέτες» του τόπου, οι πρόκριτοι, οι αρχιερείς και οι καπετάνιοι, με τη συνδρομή των «προκομμένων» του έθνους, των λογίων. Αυτοί ήταν τότε οι «πολιτικώς ενήλικες» και αυτοί ήλεγχαν την επαναστατική εξουσία, αυτοί στήριξαν την επανάσταση, χωρίς δε τη στήριξή τους μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι η επανάσταση θα είχε καταρρεύσει. Ήταν το «παλαιόν σύστημα» των προεστών και των αρχιερέων. Συγκεντρωτικό και πατερναλιστικό, δυνάμει αντιπροσωπευτικό, ήταν το «σύστημα» που παρέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας, όταν έφθασε στην Ελλάδα το 1828, ύστερα από πρόσκληση της Γ Εθνοσυνέλευσης και τη συναίνεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ο Καποδίστριας στο μικρό διάστημα της διακυβέρνησής του (δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831) έθεσε τις βάσεις της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και δικαιοσύνης, του στρατού και της εκπαίδευσης.
Προϊόν των καιρών και των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν ήταν και η προικοδότηση της Ελλάδας με μοναρχικό πολίτευμα το 1832. Δεν ήταν το πολίτευμα αυτό αντίθετο προς την εκπεφρασμένη διά των αντιπροσώπων του βούληση του ελληνικού λαού αντίθετη προς αυτή τη βούληση ήταν η απουσία Συντάγματος. Ο πρώτος ηγεμόνας των Ελλήνων, ο Όθων, γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου των Βιτελσβάχων, έγινε δεκτός στην καθημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες μαρτυρίες, ως μεσσίας, με ανακούφιση και ενθουσιασμό. Η ευτυχής κατάληξη του σκληρού δεκαετούς αγώνα για την ελευθερία και ο ρομαντισμός που είχε εισβάλει ορμητικός στην Ελλάδα επέτρεπαν στους Έλληνες του νέου βασιλείου εκδηλώσεις ανυπόκριτης χαράς και αισιοδοξίας για το μέλλον.